Αναρωτιέμαι συχνά, τι είναι αυτό που με τραβάει τόσο στις ταινίες και σειρές των 80s και 90s; Η απάντηση δεν είναι ποτέ απλή. Είναι η νοσταλγία, σίγουρα. Είναι οι παιδικές μου αναμνήσεις, ναι. Αλλά είναι και κάτι παραπάνω. Είναι αυτή η αίσθηση ότι επιστρέφεις σπίτι, σε ένα μέρος όπου τα πάντα είναι γνώριμα και ασφαλή. Όπως όταν ανοίγεις ένα παλιό κουτί γεμάτο VHS και βρίσκεις το Ghostbusters και το E.T. ανάμεσα στις αγαπημένες σου στιγμές της παιδικής σου ηλικίας.
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά για μένα η εμπειρία του να παρακολουθείς ταινίες ήταν ένα τελετουργικό. Έπρεπε να γυρίσω την κασέτα στην αρχή (πάντα με το φόβο ότι η ταινία θα χαλάσει), να βρω την κατάλληλη στιγμή για να πατήσω το pause, και φυσικά να πείσω τον αδερφό μου ότι είναι η σειρά μου να διαλέξω. Σήμερα απλώς πατάμε ένα κουμπί στο Netflix. Καμία μαγεία, καμία αγωνία, μόνο αλγόριθμοι.
Οι 80s και 90s ταινίες είχαν και κάτι άλλο: χαρακτήρες που δεν έμοιαζαν τέλειοι. Οι ήρωες ήταν αδέξιοι, έκαναν λάθη, έπεφταν και ξανασηκώνονταν. Θυμάστε τον Indiana Jones να τρέχει μακριά από εκείνη την τεράστια μπάλα ή τον Marty McFly να παλεύει να επιστρέψει στο μέλλον; Αυτοί οι ήρωες ήταν ανθρώπινοι. Σήμερα οι περισσότεροι κινηματογραφικοί χαρακτήρες μοιάζουν υπερφυσικοί, άτρωτοι. Και ίσως για αυτό δεν μπορώ να συνδεθώ με αυτούς με τον ίδιο τρόπο.
Αλλά ας μην ξεχνάμε και τις σειρές! Ποιος δε θυμάται το Friends και το εμβληματικό “How you doin’?” του Joey; Ή το Fresh Prince of Bel-Air, που μας δίδαξε πώς να χορεύουμε και να γελάμε με την καρδιά μας; Και φυσικά, δεν μπορώ να μην αναφέρω το X-Files, που με έκανε να κοιμάμαι με το φως ανοιχτό για εβδομάδες. Όλες αυτές οι σειρές είχαν κάτι μοναδικό, κάτι που δεν βλέπεις πια. Ήταν αυθεντικές.
Και φυσικά, υπήρχαν οι αγαπημένες κασέτες. Αν δεν είχε κανείς το soundtrack του Top Gun σε κασέτα, είχε ζήσει πραγματικά τα 80s; Ή αν δεν προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τις κινήσεις του John Travolta στο Saturday Night Fever, τι είχαμε κάνει με τη ζωή μας; Αυτές οι ταινίες και οι σειρές μας έδιναν λόγους να γελάμε, να κλαίμε, να ονειρευόμαστε.
Σήμερα, όταν επιστρέφω σε αυτές τις ταινίες, δεν βλέπω απλώς την ίδια ιστορία. Βλέπω εμένα, την οικογένειά μου, τους φίλους μου. Βλέπω τις στιγμές που με διαμόρφωσαν. Και ναι, γελάω ακόμα όταν βλέπω τον Kevin στο Home Alone να παγιδεύει τους ληστές, ή όταν ο Terminator λέει το κλασικό “I’ll be back” (ή Ι will back για τους μύστες). Αυτές οι ατάκες είναι πλέον μέρος της κουλτούρας μας, μέρος της γλώσσας μας.
Αν μιλάμε για τις ελληνικές βιντεοκασέτες, τότε το όνομα του Στάθη Ψάλτη είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό. Εκείνη την εποχή, οι ταινίες του δεν ήταν απλώς κομμάτι της καθημερινότητάς μας – ήταν ολόκληρη κουλτούρα. Από το “Καμικάζι, αγάπη μου” μέχρι το “Βασικά καλησπέρα σας,” ο Ψάλτης μας έμαθε ότι μπορείς να βρεις το χιούμορ παντού: στη δουλειά, στον στρατό, ακόμα και σε ένα λαϊκό καφενείο με έναν περίεργο καφετζή που λέγεται Θανάσης.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις εμβληματικές ατάκες όπως το “Έλα να γίνουμε λιώμα, ρε φίλε!” ή τις υπερβολικές ερμηνείες του, που έφταναν στα όρια του καρτούν αλλά με έναν τρόπο τόσο αυθεντικό που μόνο ο ίδιος μπορούσε να φέρει στη ζωή; Ήταν ο άνθρωπος που κατάφερνε να συνδυάσει τα χρυσά παπούτσια με τη χρυσή καρδιά – γιατί πάντα, ακόμα και μέσα από τις υπερβολές, οι χαρακτήρες του είχαν μια αγνότητα και μια τρυφερότητα που σε έκαναν να τους αγαπάς.
Οι ελληνικές βιντεοκασέτες, όμως, ήταν και πολλά περισσότερα από τον Ψάλτη. Ήταν ένα πανηγύρι χαρακτήρων και ιστοριών που μας έκαναν να γελάμε μέχρι δακρύων, χωρίς να ζητούν συγγνώμη για τις υπερβολές τους. Θυμάσαι τις κωμωδίες του Μιχάλη Μόσιου ή τις σουρεάλ καταστάσεις όπου οι ηθοποιοί έπαιζαν ταυτόχρονα σε καράβια, ταβέρνες, και μπουζουξίδικα; Ήταν η εποχή όπου οι ταινίες δεν έλεγαν απλώς ιστορίες – σου έλεγαν: “Άραξε, πάρε πασατέμπο, και γέλα όσο μπορείς!”
Και φυσικά, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ελληνικές βιντεοκασέτες χωρίς να αναφέρουμε τη χαρακτηριστική ποιότητα εικόνας. Εκείνες οι σκηνές που μοιάζανε σαν να έχουν περάσει μέσα από φίλτρο “καπνιστή κουζίνα” ήταν μέρος της εμπειρίας. Αν έπαιζες το ίδιο βίντεο πολλές φορές, άρχιζες να βλέπεις τους ηθοποιούς με λίγο περισσότερο… θολό τρόπο. Αλλά, αλήθεια τώρα, ποιον ένοιαζε; Εμείς θέλαμε να δούμε αν ο Στάθης θα πιάσει τελικά δουλειά ή αν θα τα παρατήσει για να κυνηγήσει την καρδιά της πρωταγωνίστριας.
Οι ταινίες αυτές μπορεί να φαίνονται cult σήμερα, αλλά τότε ήταν η καθημερινότητά μας. Ήταν το Σαββατόβραδο με την οικογένεια μπροστά από την τηλεόραση, με σουβλάκια και Coca-Cola στο τραπέζι, και το γέλιο να αντηχεί στο δωμάτιο. Ήταν μια απλή εποχή, όπου οι ιστορίες δε χρειάζονταν ειδικά εφέ ή πολύπλοκα σενάρια για να σε κάνουν χαρούμενο. Μια καλή ατάκα, ένα χαμόγελο, και ένας Ψάλτης που έκανε τα δικά του ήταν αρκετά.
Γιατί, στο τέλος της ημέρας, οι ελληνικές βιντεοκασέτες ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν: λίγη χαρά, λίγη υπερβολή, και πολύ αγάπη για τη ζωή. Και αν κλείσεις τα μάτια σου και σκεφτείς εκείνη την εποχή, στοιχηματίζω ότι ακούς ήδη το “Καμικάζι, αγάπη μου” να παίζει στο background. Ή μήπως είναι ο ήχος από το rewind της κασέτας; Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι όλα για τη νοσταλγία. Είναι και για την ευκολία. Πολλές φορές, όταν θέλω να ξεφύγω από την πραγματικότητα, δεν ψάχνω για κάτι νέο. Θέλω κάτι γνώριμο, κάτι που να με κάνει να νιώθω καλά. Και αυτές οι ταινίες και σειρές είναι σαν ένα παλιό, αγαπημένο πουλόβερ: πάντα ζεστό και πάντα εκεί για μένα.
Αυτό που με συγκινεί περισσότερο, όμως, είναι ότι μπορώ να μοιραστώ αυτές τις ταινίες και σειρές με μια νέα γενιά. Όταν βλέπω τα ανίψια μου να γελάνε με τις ίδιες σκηνές που γελούσα κι εγώ ως παιδί, νιώθω ότι αυτές οι ταινίες είναι διαχρονικές. Είναι η απόδειξη ότι οι καλές ιστορίες ποτέ δεν πεθαίνουν.
Έτσι, επιστρέφω ξανά και ξανά στις cult δημιουργίες των 80s και 90s. Όχι μόνο γιατί με ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο, αλλά γιατί μου θυμίζουν τι σημαίνει να ζεις, να γελάς, να αισθάνεσαι. Και τελικά αυτό είναι το νόημα, έτσι δεν είναι;