‘’Οι μικρές τιμωρίες’’.Έτσι τις είχε βαφτίσει με την ελπίδα ότι κάθε φορά που θα συνερχόταν θα ένιωθε πιο δυνατός από πριν.Αυτά συνέβαιναν κυρίως τους πρώτους έξι μήνες.Τώρα είχε διαλέξει μια καθημερινότητα μέσα στην οποία ζούσε προετοιμάζοντας έδαφος τις ήρεμες μέρες για δυνατές συγκινήσεις που ζούσε μέσα από εκδηλώσεις.Πολλές μικρές χαρές έδιναν έναν τόνο ζωντάνιας ακόμα και τις πιο κενές μέρες.Κατάφερνε να τις ζήσει χωρίς να το κάνει σε βάρος των άλλων και αυτό του καθάριζε τη συνείδηση.Όσο ένιωθε ότι δεν παρασιτεί σε βάρος των άλλων,ένιωθε και λιγότερες ενοχές που τους κρατούσε σε απόσταση.Δεν είχε πετύχει ακόμα την απαραίτητη συνοχή στις σχέσεις του με τους άλλους και το γνώριζε αυτό.
Γύρισε απότομα μαζί με την περιστρεφόμενη καρέκλα και έδωσε ένα σάλτο στο κρεβάτι που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του.Το έντονο τρίξιμο που ακούστηκε του άρεσε πολύ.Το μισοδιαλυμένο στρώμα από τη χρήση τον έκανε να νιώθει πάντα λίγο έφηβος ή έστω μετέφηβος. Η αίσθηση αυτή ερχόταν σε ολοκλήρωση με το να κοιτάζει το πανό των Τζόυ Ντιβίζιον στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι.Το μαύρο μεγάλο φόντο και το άσπρο διάγραμμα με τις διακυμάνσεις ήταν όλη η ουσία,όλοι οι συνειρμοί με τα δεκάδες μικρά,καθημερινά που σημάδεψαν μια ζωή μέχρι τώρα.Όλες αυτές οι σκέψεις,τα ποιήματα-ωδές εκείνου του συγκροτήματος στην εσωτερική σύγκρουση,οι ιστορίες με φόντο τα σκουρόχρωμα αστικά τοπία που απορροφούσαν ντελιριακά όλη την ομορφιά και η αναζήτηση αυτής,ιστορίες που εξέπεμπαν δύναμη μέσα από το φόβο,την αμφιβολία και την ειρωνεία..αυτό και αν ήταν ειρωνεία!Το σπαρακτικό ‘’γιατί’’ στο κλειστοφοβικό στοιχείο της φωνής ενός νέου που το σώμα του αποδείχθηκε ένα πολύ μικρό κουτί για να συγκρατήσει τη δύναμη του που όπως και η φωτιά,όσο απαραίτητες και να είναι,όταν μεγαλώνουν πολύ και δε διοχετεύονται σωστά καίνε πρώτα από όλα τις παλάμες στις οποίες ανήκει.Ένα τραγούδι που μιλάει για μια νέα αυγή που όσο πάει ξεθωριάζει τον γεμίζει με απορίες που τον εξιτάρουν σχεδόν ηδονικά.Οι σπαραγμοί στα φωνητικά,από ένα ‘’εγώ’’ τεράστιο που δε μπορεί να εντοπίσει ακόμα το γιατί του είναι τόσο συμπαθητικό.Μάλλον είναι η οδυνηρή επαλήθευση ότι αγαπάει τον εαυτό του περισσότερο από όσο χρειάζεται,αλλά αυτό το ξόρκι που κάποιος έσπειρε μέσα σε αυτό το τραγούδι και το κάνει να διατηρεί κάτι από την πρώτη ακρόαση πάντοτε τον αναστάτωνε ευχάριστα.
Καθώς τα μάτια του άρχιζαν να γλαρώνουν σταδιακά σκεφτόταν ότι θα υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι εκεί έξω οι οποίοι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο κάποια στιγμή θα διασταυρωθούν μαζί του.Ακούγοντας τους στίχους προς το τέλος του τραγουδιού για τη μάχη του ανθρώπου με τη φύση του και τα όσα αντίκρισε πιο νωρίς από όσο έπρεπε ένιωσε τη σκοτεινιά της σκέψης του να αγκαλιάζεται από ό,τι πιο ζεστό υπήρχε,αφού νιώθει ότι αυτή η μάχη δεν είναι απλά η μάχη με ένα καλλωπισμένο τίποτα,δε μπορεί να είναι μοναχά κάτι τέτοιο,αφού ένας άνθρωπος έφθασε κάποτε στο σημείο να αφήσει την ψυχή του στο χαρτί με ένα στυλό για να αποτυπώσει αυτό το συναίσθημα.Ρέκβιεμ για το θάνατο κάθε παλαιού μας εαυτού είναι αυτό το κείμενο είπε από μέσα του καθώς περνούσαν από τους διαδρόμους της μετάβασης στον ονειρικό κόσμο δεκάδες εικόνες με μαύρες καμπαρντίνες σαν αυτή που φορούσε λίγο πριν,μεθυσμένους φίλους σε κλαμπ να ξεσπάνε βίαια,αλλά χωρίς κακία,με πόνο ακατάπαυστο και με ένα χορό αντικοινωνικό θα έλεγε κάποιος που τον παρατηρούσε για πρώτη φορά,αφού το βλέμμα τους δε διασταυρωνόταν με κάποιο άλλο και από εφηβικά βράδια που λίγο πριν ξημερώσει,το τραγούδι αυτό τον καλούσε δελεαστικά να εντοπίσει μια πραγματικότητα πέρα από τη ρουτίνα του σχολείου.Το αριστερό χέρι μούδιαζε στις σκέψεις αυτές από μια ελαφριά δόση αδρεναλίνης στις φλέβες,αλλά δε τον τρόμαζε.Είχε μάθει καιρό τώρα να ξεχωρίζει ποια φωτιά είναι φιλική και ποια θα μπορούσε να του αδειάσει τα σωθικά.
Λίγο πριν παραδοθεί στον ύπνο,άκουσε έναν ήχο ο οποίος καθώς αναπαραγόταν παράλληλα με το τραγούδι,δημιουργούσε κάτι πολύ ενοχλητικό που τον έβγαλε απότομα από την προβληματισμένη έστω ηρεμία του.Σήκωσε το κεφάλι απότομα και κοίταξε γύρω του για να εντοπίσει το κινητό του και τελικά το είδε στο πάτωμα του παρκέ λίγο πιο πέρα.Δε θα το σήκωνε.Αστραπιαία πέρασε ξανά το μικρό ξανθό πληγωμένο παιδί του εφιάλτη από το κεφάλι του και το συντρίμμι που είχε απομείνει από τη θεία του,την αδερφή της μητέρας του.Χαμογέλασε μέσα στην ευχάριστη αίσθηση της υπνηλίας και με το ζόρι είπε ‘’σόρρυ θεία,άλλη φορά’’.Η ρουτίνα,η ασφάλεια της θαλπωρής του σπιτιού και ο ύπνος ήταν πολύ γλυκά εκείνη τη στιγμή για να αφήσει πάλι το χάρισμα να γυρίσει πίσω και να τον βάλει να ανοίξει μια υπόθεση πολύ παλιά.Τέλος και αρχή της μέρας του.
Ξύπνησε στο ντιβάνι που είχε στο πατρικό του σπίτι στη σοφίτα στην οποία ίσα που χώραγε όρθιος με το τεράστιο ανάστημά του.Το κατάλαβε πριν καν κοιτάξει γύρω του από τον αέρα που χάιδευε το πρόσωπο του και που έμπαινε από το παράθυρο ακριβώς δεξιά του.Σηκώθηκε και έμεινε καθιστός χωρίς να αλλάξει καθόλου η έκφραση του.Πριν λίγο ήταν στο διαμέρισμα στην περιοχή όπου άρχιζε το κέντρο της Αθήνας και τώρα ξαφνικά ξυπνούσε στο ναό της εφηβείας του.Όλα όπως τα θυμάται αχνοφαίνονταν στις άκρες των ματιών του τριγύρω αλλά δεν έδωσε σημασία.Κοίταξε κατευθείαν στη μισάνοιχτη πόρτα για να παρατηρήσει αμέσως την αντίθεση με το φως που έμπαινε από το παράθυρο.Υπήρχε ένα χαρακτηριστικό σκοτάδι από εκείνο το σημείο και πέρα,αφύσικο τελείως καθώς το λογικό ήταν το φως που έμπαινε μέσα να φτάνει ως εκεί.Πριν τον κερδίσει ο φόβος του ενδοιασμού σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι εκεί.Κατέβαινε τις σκάλες προσεκτικά όταν ο αέρας άρχισε να παγώνει και να γίνεται αρκετά επιθετικός.Δεν υπήρχε νόημα ούτε και σε αυτό.Στο τέλος της σκάλας απλώθηκε ένας κήπος μπροστά του αντί για το ισόγειο του σπιτιού και κάπου εκεί σταμάτησε να φαίνεται λογικό το οτιδήποτε.
Δεύτερη εναλλαγή από σκοτάδι σε φως μέσα σε κάτι περισσότερο από ένα λεπτό και αντί για το ισόγειο ενός σπιτιού,η σκάλα οδηγούσε σε έναν κήπο με γρασίδι που είχε ένα χρώμα πράσινο και γκρι και άνθη κόκκινα που δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι είδους ήταν,παρά μόνο ότι δεν ήταν μόνο ένα.Ακολούθησε την τροχιά τους,έστριψε δυο φορές μετά από λίγο και τότε είδε ένα τζάκετ μαύρο πεταμένο στο έδαφος.Το σήκωσε και από μέσα χύθηκε ένα υγρό κόκκινο σαν αίμα αλλά πιο αραιό.Το κοίταξε γύρω γύρω έντρομος και όταν το γύρισε από την άλλη μεριά,στην πλάτη έγραφε ‘’μίσος’’.Δε θυμάται καν να το πετάει,συνέχισε να προχωράει ακολουθώντας ένα κλάμα γοερό.Έπειτα από λίγο είδε σε απόσταση δέκα μέτρων δυο ανθρώπους με φόντο ένα παγκάκι κυκλικό και γύρω περιστέρια παράξενα,στην ίδια απόχρωση με το χορτάρι.οι φιγούρες τον έκαναν να νιώθει οικεία και δε σταμάτησε να προχωράει.Ο ένας ήταν με γυρισμένη την πλάτη προς εκείνον και φορούσε ένα καφέ παλτό,ενώ ο άλλος ήταν σε στάση εμβρυακή στο έδαφος,τυλιγμένος με μια κουβέρτα και ήταν εκείνος που έκλαιγε.ο άλλος ήταν μάλλον σιωπηλός,εκτός και αν το πλάνταγμα του κουλουριασμένου στο έδαφος κάλυπτε οποιαδήποτε φωνή έβγαινε από μέσα του.Το θέαμα έγινε πιο αλλόκοτο,όταν ο Α. διαπίστωσε ότι τίποτε άλλο δεν ακουγόταν,κανένας ήχος από το φτερούγισμα των περιστεριών που σηκώνονταν στον αέρα καθώς το βάδισμα του πλησίαζε κοντά τους,ούτε ο αέρας που φυσούσε,ούτε το γρασίδι μαζί με αυτόν.Μόνο το κλάμα που αν μπορούσε να βρει έναν χαρακτηρισμό να του ταιριάζει,αυτή θα ήταν μοναχικό.Μια εικόνα με χρώματα που δεν ήταν τόσο φωτεινά,αλλά με αρκετά ζωηρό τοπίο κι όμως,έλειπε η ψυχή της,η σπίθα της.
Συνέχισε την κίνηση του προς τον άνθρωπο με το καφέ παλτό με μηχανικές κινήσεις.Το ένστικτο έλεγε ότι εκείνος είναι το κλειδί της ιστορίας ενός κήπου που τη μια στιγμή έβγαζε την αύρα του ετοιμοθάνατου και την αμέσως επόμενη στιγμή μιας δύναμης έτοιμης να αναδυθεί από την απόγνωση.Στάθηκε ακριβώς από πίσω του και πριν μιλήσει,διαπίστωσε ότι η φωνή του είχε χαθεί και δεν μπήκε καν στον κόπο.Άπλωσε το χέρι του στο σημείο μεταξύ σβέρκου και ώμου και καθώς τον ακούμπησε ο άνθρωπος σήκωσε το χέρι του όπως ένας τροχονόμος όταν σημαίνει ‘’σταμάτα’’.Πιο γρήγορα σταμάτησε η αυτοκυριαρχία στο αριστερό στήθος του Α. παρά η επαφή της παλάμης του με τον άνθρωπο.ο Α. έμεινε άναυδος να τον παρατηρεί,όταν παρατήρησε τον άσπρο γιακά κάτω από το καφέ παλτό.Μετά από λίγες στιγμές ο άνθρωπος ξεκίνησε με κινήσεις βασανιστικά αργές να βγάζει το παλτό του,σηκώνοντας ελαφρώς το σώμα του από το παγκάκι,κάνοντας τον Α. να νιώθει τη ράχη του σα να έμεινε σε ψυγείο κρεάτων για μέρες.Διάβασε τη σκέψη του.Αποκαλύφθηκε μια ολόλευκη καμπαρντίνα με γραμμένη τη λέξη ‘’ΜΙΣΟΣ’’ και αυτή σαν το μαύρο τζάκετ,αλλά αυτή τη φορά τα γράμματα ήταν τοποθετημένα ανάποδα.Μια αγενής και απρόσωπη επιλογή για να συστηθεί κάποιος,αυτό σκέφτηκε ο Α. που δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν πρέπει να περιμένει επίθεση ή κάτι τέτοιο.
Έκανε ένα γύρο και βρέθηκε με πολύ αργά βήματα μπροστά από τον άνθρωπο.Ήταν εκείνος,ήταν ο ποιητής που είχε γράψει για την νέα αυγή που ξεθώριασε.Το μάτια του για πρώτη φορά ήσυχα,σε αντίθεση με τις δεκάδες φωτογραφίες που σώζονταν από τη σύντομη ζωή του,αλλά εξακολουθούσαν να πενθούν,ένα ύφος γνώριμο για τον Α. από πολύ μικρή ηλικία.Το στόμα του κλειστό και ακίνητο σα σφραγισμένο,συνόδευε το βλέμμα που κοιτούσε κάπου μέσα στο κεφάλι του και όχι στο τίποτα όπως έδειχνε.Τα μαλλιά του που δεν ήταν τελείως κοντά αλλά ούτε τόσο μεγάλα για να θεωρηθούν μακριά κινούνταν με τη φορά του αέρα και πολλές φορές έφτανα στο ύψος των βλεφάρων του αλλά τα αντανακλαστικά του δεν έδειχναν να συγκινούνται από αυτό.Ο Α. στάθηκε δίπλα του χωρίς να έχει καταλάβει γιατί δεν έχει σταματήσει η καρδιά του ακόμη και γονάτισε αργά φέρνοντας το κεφάλι του σε ένα ύψος λίγο πιο χαμηλό από εκείνο του ποιητή.Έκανε να μιλήσει και μετά από μερικά δευτερόλεπτα τα κατάφερε,όσο και να πονούσαν οι αδένες στο λαιμό του από την πίεση και τις συσπάσεις που είχε επιφέρει η υπερένταση.
‘’Εσύ….γι….γα….γα…γιατττί γύρισες πίσω;Άξιζεςςς η…συ….χί….α……δεν υπάρχει ε-εε—κεί;’’
Και τότε το χέρι του ποιητή σηκώθηκε σε ανύποπτο χρόνο ταράζοντας τον Α. ακόμα πιο πολύ.Η κίνηση διεκόπη απότομα,όταν ο ποιητής είχε σηκώσει το λυγισμένο του χέρι και είχε υψώσει το δείκτη του,σα να θέλει να εννοήσει ότι ο Α. θα πρέπει να δώσει προσοχή και ότι ήδη είπε αρκετά.’’Μη μιλάς’’ του είπε απότομα αλλά χωρίς κακία.Η καρδιά του Α. σταδιακά κατέβαζε ήδη παλμούς,αλλά η ταραχή είχε κάνει τα οστά του κρανίου του να μουδιάσουν τελείως,σα μαλακά πακέτα από τσιγάρα που με μια άγαρμπη κίνηση είχαν μετρατραπεί σε ακαθόριστα κομμάτια από χαρτί και μαλακό πλαστικό.Τα μάτια του όμως ήταν ακόμα καρφωμένα στα δικά του και ας ήξερε ήδη ότι δε θα διασταυρωθούν ούτε στιγμή και περίμενε τις λέξεις να ακολουθήσουν.Δεν ήταν δυνατόν να έχει πει όσα ήταν να πει ο ποιητής.Περνούσε ώρα και ο αέρας δυνάμωνε την ίδια στιγμή που το ακλόνητο της στάσης του ποιητή που όμοιο του δεν είχε πετύχει ποτέ πριν αποφασίσει να φύγει από τον κόσμο,έκανε τον Α. να νιώθει αδύναμος,έχοντας ένα μηχανισμό που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει.Οι παλμοί δυνάμωσαν ξανά,πιο καυτοί και με τα τσιμπήματα που τους συνόδευαν πιο έντονα.Τα μάτια του υγράνθηκαν,μια από τις πρώτες αμυντικές λειτουργίες που το σώμα του έθεσε σε λειτουργία για να ηρεμήσει τον εαυτό του.Θα έχανε τον εαυτό του,θα πέθαινε,το ένιωσε ξεκάθαρα και η εφορία της αίσθησης ότι δεν έχεις κάτι να ρισκάρεις την απώλεια του έδωσε τη δύναμη να ανοίξει ξανά το στόμα του και να συνεχίσει να μιλάει.’’ΠΩΣ ΓΥΡΙΣΕΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΕΛΥΣΕΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ;ΑΦΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΕΣ!!!!’’ φώναξε με όλη του τη δύναμη γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να αρθρώσει τα λόγια χωρίς να τραυλίσει και αμέσως ο ποιητής ψέλλισε ‘’σσσσσσσσσσσσσσσσ’’ σταματώντας τον αέρα και κάνοντας το κλάμα του λυγισμένου να ακούγεται ακόμα πιο δυνατό.Ο σπαραγμός ήταν τόσο δυνατός που έκανε τον Α. σε μια στιγμή να απορεί πώς δε μίσησε τη ζωή του μέχρι τώρα χωρίς επιστροφή από τον πόνο που υπάρχει στον κόσμο.Ο ποιητής τέντωσε το χέρι του και τον έδειξε με αυστηρότητα στο βλέμμα,το οποίο έμεινε όμως να κοιτάζει ερμητικά μπροστά.Ο Α. είπε μέσα του με σκότωσες,αλλά δε το εξέφρασε ποτέ μεγαλόφωνα,αφού τώρα η μιλιά του νόμιζε ότι είχε χαθεί για πάντα.’’Σου είπα να μη μιλάς’’.Επανέλαβε ο ποιητής και τα μάτια του Α. γλάρωσαν θλιμμένα σαν να παραδέχθηκαν την ασέβεια και την παράδοση τους στη βούληση του ποιητή.’’Παρακολουθώ την κηδεία μου’’.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα της ανέκδοτης(ακόμα)ιστορίας ”Ελπίδα Στην Ξεθωριασμένη Χαραυγή”.