”Λοιπόν; Έκανες το μικρό σου θαύμα πάλι και το έκανες μόνη σου. Είδες πόσο έχεις στρώσει από όταν άρχισες εδώ τελικά;Έχεις έλεγχο”.
Η ψυχολόγος ήταν στον ένα καναπέ με το σώμα της τεντωμένο από χαρά ενώ στον καναπέ ακριβώς απέναντι η Νείρα ένιωθε μια κολακεία από το πράσινο φως που έδειχνε η ειδικός που την παρακολουθούσε προς μια θετική τροχιά, αλλά έπνιγε το χαμόγελο που κόντευε να πετάξει από το στόμα της και το σώμα της ήταν κάπως κυρτό. Δεν είχε συνέλθει πλήρως ακόμα από τον κίνδυνο που πέρασε.
Στα άδυτα των ηθικών αυτουργών της αυτοκτονίας της νεαρής Δήμητρας Αναγνώστου, σήμερα σε αυτό το γραφείο ένιωθε ότι μοιράζεται μια σκοτεινή νίκη.
”Βρήκα το μπελά μου όπως πάντα και ακόμα,έ νιωσα πολλές φορές ότι κοροϊδεύω. Πήγα να κάνω καλό σε μια οικογένεια που έχασε τα πάντα. Ναι,οκ. Ποιά; Εγώ.Τις ξέρεις τις ιστορίες μου.Έχω παρατήσει τρεις φίλες επειδή με κούραζαν οι εμμονές τους και το ότι επέμεναν να μπλέκουν συνέχεια σε καταστάσεις που τις παίδευαν. Απαίτησα από αυτές το άριστο,το αλάνθαστο και αυτές ήταν σε μια ηλικία που ακόμα όλοι μας δεν…δεν…δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε, ξέρουμε τα πάντα…και…και…και…”
Η Νείρα έγειρε στο μπράτσο του καναπέ κοιτώντας την ψυχολόγο στα μάτια αλλά έχοντας κρύψει τη μύτη και το σαγόνι της με τον πήχη του χεριού της. Το χοντρό,μάλλινο γάντι της έδινε την ψευδαίσθηση ότι κάτι την αγκάλιαζε και ότι κρυβόταν πίσω από αυτό. Ένιωθε απόλυτα γυμνή στην ιδέα ότι παραδέχεται τα πιο μελανά σημεία της στάσης στης απέναντι στους διπλανούς της ανθρώπους.
Η ψυχολόγος κούνησε αργά το κεφάλι δεξιά και αριστερά χωρίς να χάσει το χαμόγελό της. ”Ήσουν σε πλήρη σύγχυση μέσα σου αλλά κατάφερες να την παραμερίσεις…και τα έκανες όλα σωστά για μια δουλειά που σε άγγιξε. Δε νομίζω ότι σε άγχωσαν τα χρήματα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είμαστε ένα βήμα μπροστά. Σταμάτα να αποζητάς προβλήματα για τον εαυτό σου. Έχουμε κάνει αρκετούς κύκλους γύρω από τα ίδια”.
Την κοιτάζει σκεπτική και τραβάει προς τα πίσω τα μαλλιά της περισσότερο για να κινήσει τα χέρια της λίγο διακριτικά. Την έχει φορτίσει έντονα η συνεδρία με τη Νείρα. Την ήξερε καλά πια και ήξερε ότι μετά από κάθε σκιερή υπόθεση σχετική με τη δημοσιογραφία όλα τα δυνατά συναισθήματα απέρρεαν από μέσα της βίαια. Τώρα που είχε κινδυνεύσει και η δουλειά της αλλά και η ίδια της η ζωή το αίσθημα αυτό είχε πολλαπλασιαστεί. Η ψυχολόγος είχε δεχθεί υπομονετικά τα πισωγυρίσματα της Νείρας τον τελευταίο ένα χρόνο με κέντρο τις ενοχές και την κατ’ επιλογήν αδιαφορία της για ανάπτυξη ιδιαίτερων σχέσεων με όσους έμπαιναν στη ζωή της με κάποιο τρόπο,όμως για κάποιο λόγο δεν είχε πάψει να πιστεύει ότι η Νείρα δεν ήθελε να μείνει σε αυτή την αυτοσχέδια παγίδα επ’ αόριστων.
Κατεβάζει τα χέρια κάτω υποδηλώνοντας αμυντική στάση. Η Νείρα κρατάει την ανάσα της έχοντας ενώσει τα πάνω με τα κάτω δόντια της αντικατοπτρίζοντας αυτό που δε βρήκε το κουράγιο εδώ και ώρα να βγάλει από μέσα της.
”Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να μάθω;Νομίζω έχεις κάτι να μου πεις πέρα από όσα έγιναν με την υπόθεση”.
”Λοιπόν…είδα και ένα όνειρο….προχθές βράδυ. Η μικρή ήταν ολόκληρη σκεπασμένη με ένα σεντόνι…και έκλαιγε…δεν ξέρεις πώς έκλαιγε… Ήταν γυρισμένη στο πλάι με την πλάτη της γυρισμένη προς τα εμένα αλλά ήξερα ότι είναι εκείνη και ας μην έβλεπα το πρόσωπό της.Έκλαιγε και έλεγε κάτι στο οποίο δεν έδινα σημασία γιατί μου αρκούσε αυτή η εικόνα η δύστυχη.Εγώ καθόμουν στο πάτωμα και κοιτούσα το κενό…ήμουν και δεν ήμουν εκεί…είχα ένα δράμα δίπλα μου και αναρωτιόμουν πόσο έχω συμβάλλει σε αυτό και είχα γίνει κομμάτια και…” η Νείρα έκανε μια μικρή παύση και η ψυχολόγος πήρε το λόγο.
”Δεν μπορούσες να κάνει τίποτα διαφορετικό.Δε μπορείς να ελέγξεις μια άλλη ζωή.Ξέχνα το αυτό το πράγμα,πρέπει να το διαγράψεις από τη συνείδηση σου Νείρα…” Η Νείρα είχε σκύψει ελαφρώς το κεφάλι προς τα κάτω για να μη φανεί ότι τα μάτια της είχαν αρχίσει να πρήζονται.
”Άρχισα να μιλάω μόνη μου μετά.Δεν ξέρω αν τα έλεγα για να τα ακούσω εγώ και να βγουν από μέσα μου ή αν τα έλεγα σε εκείνη. Ντρεπόμουν να κοιτάξω και ντρεπόμουν μην πω οτιδήποτε που θα τη στεναχωρούσε κι άλλο. Φορούσα κάτι το οποίο το ένιωθα πολύ στενό και τα χέρια μου τα είχα σταυρωμένα και τα έσφιγγα με όλη μου τη δύναμη. Τα έσφιγγα για να μην κάνουν απολύτως τίποτα γιατί τίποτα δε θα μπορούσε να είναι σωστό. Τίποτα δε θα κατέληγε σωστά, αυτό ένιωθα και αυτό με διαλύει μέρα νύχτα ακόμα”.
Τα μάτια της ψυχολόγου είχαν μεγαλώσει ελαφρώς από την απόλυτη συγκέντρωση ενώ τα χέρια της στηρίζονταν στα γόνατα καθώς ήταν με τα πόδια σταυρωμένα το ένα πάνω στο άλλο. Αφού πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα και η Νείρα ακόμα μάζευε τις ανάσες της αγχωμένη να μη φανούν πολύ τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να αφήσουν τα βλέφαρα της και να στάξουν, αποφάσισε να μιλήσει για λίγο. “Θέλεις να μου πεις τι έλεγες;”
”Πολλά και με σιγανή φωνή, δε μπορούσε να μου βγει εύκολα. Θυμάμαι ένα μόνο χαρακτηριστικά να το λέω συνέχεια, τα άλλα είναι πολύ θολά…θυ…”
Η Νείρα ένιωσε το λαιμό της να πονά τόσο πολύ που απορούσε πόσο ακόμα θα άντεχε χωρίς να ξεσπάσει. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και κατάπιε όσο και αν πονούσε και αποφάσισε με ό,τι κουράγιο της είχε μείνει νιώθοντας τόσο ξεγυμνωμένη ψυχικά να πει τη φράση που ξεκλείδωνε τα πάντα μέσα της.
”Θυμάμαι τον πόνο σου’…Θυμάμαι τον πόνο σου μικρή….θυμάμαι τον πόνο σου….”. Έκλεισε τα μάτια της σκυμμένη ακόμα όπως ήταν στο όνειρο εκείνο όταν μονολογούσε και είδε τα δάκρυα να στάζουν μέχρι το πάτωμα. Έμεινε σε εκείνη τη στάση για λίγο. Τα μάτια της είχαν γεμίσει τόσο που έβλεπε τα πάντα θολά, όπως ο οδηγός το τζάμι του στην καταιγίδα. Τελικά σήκωσε το βλέμμα της να κοιτάξει ξανά την ψυχολόγο στα μάτια. Το σημείο κάτω από τη μύτη της είχε γεμίσει από βλέννες που δεν είχε αντιληφθεί, το πρόσωπο της είχε μουδιάσει ολόκληρο και το κόκκινο χρώμα που είχε πάρει ήταν αρκετά κοντά στο κόκκινο βαμμένο των μαλλιών της. Η ψυχολόγος έβλεπε μια εικόνα ανθρώπινη και προσπαθούσε να διώξει τη φόρτιση. Η Νείρα το είχε καταλάβει και παρά τις αμέτρητες φορές που είχε αναρωτηθεί αν έχει να κάνει με κάποια που απλά αφήνει το ρολόι να τρέξει με έντεχνο τρόπο για να πληρωθεί τώρα ένιωθε ενοχές ακόμα και στη σκέψη ότι στεναχωρούσε και εκείνη μέσα σε όλο αυτό. Έγλυψε το σκουλαρίκι που είχε στο στόμα από αμηχανία και τράβηξε το γιακά του τζιν μπουφάν της.
”Αυτό…αυτό είναι…θυμάμαι τον πόνο σου… Θυμάμαι τον πόνο σου…τη θυμάμαι πώς άλλαζε η όψη της σταδιακά και πόσο έσπαγε με τις μέρες και η προσπάθεια να κρύψει τον πανικό που την είχε καταβάλλει ήθελε όλο και πιο πολύ δύναμη. Θυμάμαι μια μέρα που της αγόρασα ένα κόκκινο σκουφάκι μιας ομάδας για να φοράει να νιώθει πιο άνετη όταν της είχαν πέσει τα μαλλιά από τις χημειοθεραπείες και κάναμε πλάκα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να της διάλεγα άλλο χρώμα. Θυμάμαι πόσο δυσκολεύτηκε να χαμογελάσει και εγώ έκανα τη χαζοχαρούμενη και την πήγα να την κεράσω καφέ μετά. Σκάρτα δεκαπέντε ήταν τότε το κορίτσι. Τη θυμάμαι να την αφήνω στο λεωφορείο να πάει στο φροντιστήριο και δυο στενά πιο κάτω όλοι από τα παράθυρα φαίνονται ξένοιαστοι και εκείνη είχε κολλήσει τη μύτη στο τζάμι και απλά κοιτούσε στο τίποτα. Δε της έφταναν όσα έτυχαν στους δικούς της, φορτώθηκε το δικό της μαρτύριο πριν καλά συνειδητοποιήσει τι και πώς. Και ξέρεις τι; δε με νοιάζει ο θάνατος. Δε μου υποσχέθηκε ποτέ κανένας ότι θα είμαι εδώ για πάντα, ούτε ζω σε κανένα συννεφάκι. Δε με νοιάζει που θα αποχωριστώ μια μέρα όσα μου αρέσουν, το μπουφάν μου,τ η δουλειά μου, τις αναμνήσεις με τη μικρή, την οικογένεια μου, όλα. Τους είδα όλους να πονάνε”.
Tο παραπάνω αποτελεί απόσπασμα από τη σύντομη ιστορία ”Από το ημερολόγιο της λύτρωσης: Ποιοι σε ‘μάθαν να χάνεις;”, μέρος μια συλλογής ιστοριών με τίτλο ”Τα Πρόσωπα Της Λύτρωσης” η οποία ολοκληρώνεται σύντομα…