Azrael Overtones #6: Τα Κρίνα & Ο Διάφανος Νους

ta

Αποφάσισε να πάει στην τουαλέτα για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο του και να διώξει για λίγο την εικόνα της πραγματικότητας γύρω του. Κλείδωσε την πόρτα της μοναδικής ανδρικής τουαλέτας στην καφετέρια, έβρεξε το κεφάλι του και στη συνέχεια κοίταξε προσεκτικά το είδωλο του στον καθρέπτη. Μπορούσε να διακρίνει ένα άγχος να ρέει πίσω από το βλέμμα του, το οποίο είχε καιρό να νιώσει. Γύρισε, κατέβασε το καπάκι της λεκάνης μετατρέποντας τη σε κάθισμα και βολεύτηκε πάνω της βάζοντας το κεφάλι μέσα στα γόνατα του. Η απόλυτη σιωπή του έφερε υπνηλία και αποφάσισε να μείνει λίγο ακόμα έτσι ώσπου να νιώσει τη σκέψη του λιγότερο θολή και ταραγμένη.

Ξαφνικά είχε βγει για να κάνει τζόκινγκ ανέμελος με φόντο το τοπίο της παλιάς του γειτονιάς. Ακολουθούσε μια συγκεκριμένη διαδρομή και παρά την απίστευτη κούραση σε όλο του το σώμα ο κρύος αέρας του χειμώνα τον αναζωογονούσε τόσο που όταν έτρεχε ένιωθε πάντα μια λαχτάρα και μια αστείρευτη ενέργεια που μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να έχει. Ντυμένος βαριά από πάνω με δυο σκούρα, πράσινα φούτερ και ελαφριά από κάτω με ένα μακρύ, μπασκετικό σκούρο σορτσάκι απλά συνέχιζε να τρέχει μέχρι να κουραστεί τελείως ή να του υπενθυμίσει το ρολόι του ότι είχε κι άλλες εκκρεμότητες πέρα από τη φυσική του κατάσταση. Στο πεζοδρόμιο του επόμενου κεντρικού δρόμου ένας άνδρας μεγάλος σε ηλικία με λίγα λευκά μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και υπέρβαρος στεκόταν με έναν τεράστιο, γκριζωπό σκύλο που κοιτούσε τα πάντα γύρω του απειλητικά. Καθώς τους πλησίαζε άρχισε να σκέφτεται αν ήταν ασφαλές να περάσει από δίπλα τους. Το μπεζ παλτό του άνδρα μαζί με τον υπερβολικό του όγκο τον έκαναν να δείχνει θηριώδης, ενώ το ασάλευτο της στάσης του σώματος του μαζί με την αγέρωχη ματιά του μπορούσαν να κάνουν τον οποιονδήποτε να θέλει να αλλάξει πεζοδρόμιο βρίσκοντας τον μπροστά του.

Πλησιάζοντας κι άλλο ο εχθρικός βρυχηθμός του σκύλου άρχισε να φθάνει στα αυτιά του. Τελικά σταμάτησε σε απόσταση δύο μέτρων πριν περάσει παράλληλα και από τους δυο και έμεινε να κάνει κάποιες κινήσεις με τα χέρια και τα πόδια για να μην παγώσει το σώμα του τελείως. Κάτι ήταν τελείως λάθος. Ο άνδρας φόρεσε ένα ψεύτικο χαμόγελο ευγενείας αλλά ο Τιμόθεος τώρα έβλεπε καθαρά. Το πρόσωπο της κοτρόνας! Τα ίδια χαρακτηριστικά σε ένα κεφάλι ενός ηλικιωμένου που είχε βγάλει βόλτα το σκυλί του.Ο σκύλος έδειχνε τα δόντια του χωρίς να κάνει ήχους τώρα αλλά η στάση του σώματος του έδειχνε ότι το πλάσμα ήταν έτοιμο για επίθεση.

tc

”Περάστε” είπε ο Τιμόθεος με μια ευγένεια που άρμοζε σε έναν μεγαλύτερο του στη φωνή του και ένα χαμόγελο εξίσου ψεύτικο με το γέρο αλλά χωρίς το δικό του δόλο.

”Όχι,όχι…είμαστε εντάξει εμείς νεαρέ μου…βγήκαμε τη βόλτα μας, ένας παππούς και ένας σκύλος που έχει φάει τα ψωμιά του… κάνε το τρέξιμο σου, συνέχισε”.

Στάθηκαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Ο Τιμόθεος με μίσος τώρα, το οποίο πάλευε με την αγωνία του και ο γέρος αφού έχασε το χαμόγελο του,στη συνέχεια σε απόλυτο κοντράστ σχημάτισε ένα γέλιο που στον Τιμόθεο θύμισε τον κάθε άνθρωπο στη ζωή του που τον είχε χτυπήσει κάτω από τη μέση και τότε έφερε στο μυαλό του τη μέρα της κρίσης στην κινητή μονάδα με τον οργανισμό. Σχεδόν ανέκφραστος κοίταξε με νόημα το άλλο χέρι του γέρου που ψαχούλευε την τσέπη του παλτού του συνεχώς και στη συνέχεια τον κοίταξε πάλι στα μάτια.

”Θα μου τη φέρεις διάολε…αλλά ξέρεις κάτι; Θα συνεχίσω,ναι…αντίο”.

Ξεκίνησε πάλι να τρέχει ξέροντας ότι το ραντεβού με την κόλαση ήταν εκεί απέναντι και τον περίμενε. Πρόλαβε να ανοίξει το διασκελισμό του μερικές μόνο φορές όταν ακούστηκε ο κρότος του όπλου και αμέσως ένιωσε την πλάτη του να σπάει. Έπεσε στο έδαφος που απαρτιζόταν από τσιμεντένιες πλάκες στέκοντας στα γόνατα καθώς ένιωθε το αίμα να μη χωράει πουθενά μέσα στα σπλάχνα του. Άρχισε να φεύγει από το στόμα του και έμεινε να το κοιτάζει να πέφτει μπροστά του πολύ σκούρο, περισσότερο προς μαύρο παρά σε κόκκινο χρώμα και τότε μετά από αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα παραίτησης ξύπνησε μέσα του ένα ”όχι” και ένα ”γιατί” που κάποτε ήταν το κίνητρο που τον έβγαζε από κάθε σκοτάδι του και τελευταία φορά συναντήθηκε μαζί του εκείνο το βράδυ της στημένης παγίδας στη μονάδα και στη συνέχεια αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλο-ίσως- για πάντα,δίνοντας τη θέση τους στην απόλυτη ηττοπάθεια. Ένιωθε να σβήνει αλλά έσφιξε τις γροθιές του και άρχισε να χτυπάει με μανία τις πλάκες που είχαν γεμίσει από το αίμα του μαζί με το νερό του ψιλόβροχου.

”Όχι…όχι,όχι,απλά όχι” έλεγε συνέχεια με σφιγμένα δόντια και συνέχισε να γρονθοκοπεί το έδαφος και ας είχε μια αίσθηση τώρα στα χέρια σα να είχε σφίξει πολλά ανοιχτά ψαλίδια.Κάποια στιγμή ο πόνος ήταν κάτι παπαράνω από αληθινός ενώ ένα από τα νύχια του είχε βγει από τα άτσαλα χτυπήματα και έβλεπε του δαχτύλου από μέσα. Λίγο πριν σβήσει οριστικά η μια πλάκα άρχισε να σπάει και τότε σκέφτηκε ότι πρέπει να μείνει εκεί λίγο ακόμα να τη βγάλει τελείως. Στο επόμενο χτύπημα η πλάκα είχε γίνει κομμάτια και από μέσα βγήκε ένα κρίνο. Με το στόμα ανοιχτό και μια γαλήνη να τον αγκαλιάζει από πουθενά έκανε να το πάρει στις διαλυμένες του παλάμες και τότε η φωνή του γέρου σα να ήταν από κάτι μη ανθρώπινο φώναξε χτυπώντας τον σαν ωστικό κύμα.

tb

”ΟΧΙ…ΑΥΤΟ…ΑΥΤΟ ΔΔΔΔΕΕΕΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ….ΕΣΥ ΤΕΛΕΙΩΣΕΣ ΠΟΛΎ ΠΙΟ ΠΡΙΝ” και τότε πριν τελειώσουν όλα έγειρε το συντετριμμένο του σώμα για να σιγουρευτεί ότι θα πέσει πάνω στο όμορφο λουλούδι θέλοντας να το προστατέψει μέχρις εσχάτων.Έπεσε λυπημένος πάνω του.

Τα χτυπήματα στην πόρτα της τουαλέτας και οι φωνές που έβγαιναν από τουλάχιστον 4-5 διαφορετικά στόματα τον ξύπνησαν. Σηκώθηκε πάνω προσπαθώντας να θυμηθεί που βρίσκεται. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα και είδε τον περίεργο με τα αραιά μαλλιά να έχει βγει εκτός εαυτού και να του εξαπολύει κατάρες από τις οποίες καταλάβαινε μερικές μόνο, αφού τα αντανακλαστικά του δεν είχαν ακόμη επανέλθει πλήρως. Το ζευγάρι, ένας μεγαλόσωμος νεαρός με στολή σεκιούριτι, μάλλον από κάποιο διπλανό μαγαζί και ο συμπαθής Αφρικανός σερβιτόρος τον κρατούσαν χωρίς να χάνουν την προσοχή τους στιγμή από πάνω του. Τέσσερις άνθρωποι, ο ένας μάλιστα με δύναμη περισσότερη από το μέσο όρο των ανθρώπων δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν έναν τυπάκο καχεκτικό που δεν ξεπερνούσε το ένα και εβδομήντα ύψος και όλη η γλώσσα του σώματος του κάθε άλλο παρά υγεία δήλωνε. Κάποια στιγμή το αγόρι της κοπέλας τον ρώτησε το λογικό,προλαβαίνοντας τον Τιμόθεο που ακόμα κοιτούσε σαν χαμένος.

”Ρε αδερφέ τον ξέρεις; Τι σου έχει κάνει τ ο παλικάρι; άνθρωπος καθόταν και έπινε τον καφέ του και δεν ενοχλούσε κανέναν!” Είναι άψυχος ρε! δε τονε βλέπεις; εεε;δε τονε βλέπεις το μαλάκα, τον ανύπαρκτο; είναι άψυχος ρε! δε τους γουστάρω τους άψυχους!”

Ο Τιμόθεος τους προσπέρασε περιφρονώντας το τι του έλεγαν και με προσποιητή ψυχραιμία έφυγε από το καφέ προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το σοκ και το γεγονός ότι την επόμενη μέρα είχε να παλέψει με μια οδυνηρή αλήθεια που μόλις είχε ακούσει από εκείνο το φρικιό και να πάει να βρει τον απόλυτο ονειρομάνσερ της Αθήνας και φίλο του, τον Τίταν. Η σχέση αγάπης και μίσους που είχαν οι δυο τους, όπως με όλους όσους γνώριζε μάλλον αυτή η ανεξιχνίαστη φιγούρα έπρεπε να βγει από τη ναφθαλίνη πριν να ήταν αργά. Κάτι έπαιζε με τις ρίζες της ψυχής του Τιμόθεου και ήθελε να του δώσει ένα μήνυμα. Γύρισε την πλάτη στο πιστόλι, στον ίδιο το θάνατο. Ο θάνατος θα ερχόταν και δεν ήταν ο δικός του, γιατί την πλάτη του την ένιωθε ακόμα να πονά σα να συνέβησαν όλα στην πραγματικότητα. Ο θάνατος των άλλων είναι που πονάει και όχι ο δικός μας. Δεν ήταν ώρα για εγωισμούς. Χρειαζόταν βοήθεια και ίσως να προλάβει ένα κακό.

”Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την ιστορία του Τιμόθεου,ο οποίος εδώ και κάτι παραπάνω από ένα χρόνο μετά από μια παγίδα καλοστημένη από κοντινά του πρόσωπα, σταδιακά χάνει τον εαυτό του και αντιμετωπίζει την καθημερινότητα του με πλήρη απάθεια. Το παιχνίδι της επιστροφής για την ψυχική του υγεία ξεκινά έπειτα από μια σειρά εφιαλτών που προμηνύουν ένα θάνατο που ολοένα και πλησιάζει και τα μηνύματα που αποτελούν προθάλαμο αυτού δείχνουν να θέλουν να αποτελειώσουν ότι έμεινε μετά την προδοσία ακέραιο στην ψυχοσύνθεση του Τιμόθεου. Μέσα από μια συναυλία η οποία γίνεται για ιερό σκοπό και στην οποία ”πρέπει” να πάει καλείται να αντιμετωπίσει τον εαυτό του στη σιωπή και ελπίζοντας μέσα από κάτι φαινομενικά απλό να βρει τα κομμάτια που έφυγαν από το είναι του, όταν κάθε εμπιστοσύνη και ενθουσιασμός για τη διαδραστικότητα με τους γύρω του χάθηκε. Πολλά θα σας θυμήσουν τα Διάφανα Κρίνα, το Θάνο Ανεστόπουλο και την ιστορική συναυλία του 2015…”