Συνέντευξη “Kamp”

11051914_1617780265100215_1724071988012471647_o

Πως δημιουργήθηκαν οι Kamp και από ποιους αποτελούνται σήμερα;

JK: Οι KAMP είναι ένα προσωπικό project, αν και στην αρχή, το 2012, οι προθέσεις ήταν ακόμη σχετικά συγκεχυμένες. Ξεκίνησαν ωστόσο, ως μια ανάγκη μου να παίξω δικό μου υλικό – ανάγκη που βέβαια δεν ήρθε απο τον ουρανό. Πέρασαν πολλά χρόνια συνεργασιών με μπάντες και δοκιμές σε ημι-προσωπικά projects, για να φτάσει να ωριμάσει η συνθήκη. Έτσι, το 2012 έβαλα μια αγγελία για μουσικούς. Να πω εδώ, οτι μέχρι εκείνη τη στιγμή εμπιστευόμουν μουσικούς που γνωριζόμασταν με κάποιο τρόπο, δηλαδή είτε τους ήξερα, είτε είχαμε παίξει μαζί αλλά δεν τους ήξερα προσωπικά, είτε τους γνώριζα σε events παρέα με άλλα γκρουπ. Μέσω της αγγελίας ήρθα σε επαφή με τον Αντώνη Δούνια (τύμπανα) και τον Νίκο Παλυβό (μπάσο), ενώ οι δύο πρώτες ας το πούμε “πρόβες”, ήταν μονάχα συναντήσεις για καφέ, αφού εγώ τότε αντιμετώπιζα ένα θέμα υγείας. Δοκιμάσαμε διάφορους μουσικούς, και καταλήξαμε στον Νίκο Νικολαΐδη, στις κιθάρες. Τα πρώτα πειράματα ήταν σε ύφος semi-acoustic, επάνω σε παλιότερα κομμάτια μου. Σύντομα, και μετά το πρώτο live που κάναμε, άλλαξε σε ηλεκτρικό ύφος όλο το πράγμα, ξαναδουλεύοντας τα κομμάτια απο την αρχή. Έτσι, βγάλαμε το πρώτο concept LP “KAMP:REAPPEAR”, το 2013, αλλά το σχήμα έπρεπε να περάσει σε άλλη φάση. Ο Νικολαΐδης έφυγε εκτός Ελλάδας, ενώ σταμάτησε η συνεργασία μας με τον Παλυβό. Ύστερα απο έναν χρόνο συνεχών δοκιμών και ατελέσφορων συνεργασιών, γνώρισα εντελώς απο σπόντα τον Μιχάλη Ευδαίμων (μπασο) και την επόμενη μέρα έβαλα ξανά αγγελία. Στην audition -που ήταν μια παράξενη φάση, καθώς όλοι δοκιμάζαμε όλους- ο Νίκος Κουτσοποδιώτης κράτησε επάξια τη θέση του κιθαρίστα. Οι τέσσερίς μας λοιπόν, ο Δούνιας τύμπανα, ο Ευδαίμων μπάσο, ο Κουτσοποδιώτης κιθάρα, κι εγώ, μπήκαμε εντατικά στο προβάδικο και μέσα σε έξι μήνες είχαμε έτοιμο ένα νέο υλικό, το οποίο και παρουσιάζαμε ζωντανά στον κόσμο.

Από πού προέκυψε το όνομα σας;

JK: Απο το επίθετό μου, “Καμπουρόπουλος”. Δεν είναι ευφάνταστο, το ξέρω, αλλά τουλάχιστον ξεχωρίζει! Για την Ιστορία, την εποχή που τραγουδούσα στους Closer, το nickname μου ήταν “camp” με “c”. Υπέγραφα ως Johnny Camp, επιρρεασμένος απο έναν συγγενή μου που ζούσε στο εξωτερικό και είχε συντομέψει το οικογενειακό επίθετο. Αργότερα το άλλαξα και το έκανα kamp. Με “k”. Επίσης, ήταν και μια ομόφωνη απόφαση που πάρθηκε με τα παιδιά απο το πρώτο line-up, να ονομαστεί το γκρουπ με το δικό μου όνομα, εφ’όσον ήταν προσωπικό project. Έτσι έγιναν οι “KAMP”.

Ποιες είναι οι μουσικές σας επιρροές ως συγκρότημα;

JK: Πολλές και διάφορες. Επειδή εγώ γράφω τα κομμάτια ως στιχουργός και βασικός συνθέτης, οι επιρροές των τραγουδιών κυμαίνονται απο Beatles μέχρι Soundgarden κι απο 70’s μπαλλάντες, μέχρι funk και alternative rock. Ενδεικτικά αναφέρω -εκτός απο τους δύο προαναφερόμενους- τον Joe Cocker, David Bowie, Jeff Buckley, Buffalo Springfield, Led Zeppelin, PJ Harvey, Radiohead, Strangelove, Muse, Porcupine Tree, Alice in Chains κ.α. Τώρα, όσον αφορά τις επιρροές των παιδιών, οι οποίοι συμβάλλουν καίρια στην ενορχήστρωση και πολλές φορές στην αναδιάρθρωση της σύνθεσης κυρίως στα ορχηστρικά parts, οι επιρροές μπορεί να είναι απο σκηνή του Nashville μέχρι Steven Wilson, όλο το φάσμα που μπορεί να φανταστεί κανείς! Γι’αυτό και σε κάθε κομμάτι υπάρχει κι απο ένα μικρό ίχνος όλων αυτών, πολύ καλά χωνεμένο.

Από ποια θέματα εμπνέεστε τους στίχους σας;

JK: Είμαι αρκετά παρατηρητικός και κάπως ενδοσκοπικός τύπος, συνήθως εμπνέομαι απο τα συναισθήματα που μου προκαλούν διάφορα βιώματα και σκέψεις. Ταλανίζομαι πολύ με όλα, όμορφα και άσχημα. Οι κεραίες μου είναι πάντα ανοιχτές κι ο ρημάδης ο προενισχυτής δουλεύει στα κόκκινα. Κακό; Ίσως… Αλλά δημιουργικά, μπορώ να πω οτι μάλλον εξαργυρώνεται η διαδικασία. Άλλες φορές, επιρρεάζομαι απο γεγονότα, όπως λ.χ. το προσφυγικό ή την ανθρώπινη φύση, θέματα που αναφέρονται σε δύο κομμάτια στο LP “KAMP:CLAIRVOYANCE”. E, και καμμιά φορά, γράφω απλώς ιδέες ατάκτως ερημμένες. Γιατί κι η ονειροπόληση άνευ λόγου και αιτίας, είναι ωραίο πράγμα!

Πρόσφατα κυκλοφορήσατε το δεύτερο άλμπουμ σας το πολύ όμορφο “Clairvoyance”. Πείτε μας 2 λόγια για τη διαδικασία ηχογράφησης και τους ανθρώπους που συνεργαστήκατε.

JK: Ήταν η δεύτερη μεγάλη παραγωγή στην οποία συμμετείχα – μετά το Suddenly Comes των Closer, οπου τότε ήμουν ο lead singer. Επίσης, ήταν η πρώτη μεγάλη παραγωγή που ανέλαβα ο ίδιος – το REAPPEAR δεν είχε τέτοιο μέγεθος. Μπήκαμε στο στούντιο το Φεβρουάριο του 2016 και βγήκαμε τον Ιούνιο, μετά το mastering. Υπήρχε πολλή αγωνία απο εμένα, προσδοκίες απο όλους, κινητικότητα. Αλλά δεν έγιναν όλα τυχαία. Ξεκινώντας απο το στούντιο, έψαχνα έναν χώρο και έναν ηχολήπτη οπου να μπορέσουμε να αποτυπώσουμε αυτό που έβγαινε στα live, δηλαδή την ενέργεια, τη λιτή ομορφιά της μουσικής μας και την ουσία της. Αυτό, όσο κι αν ακούγεται απλό, δεν είναι. Δεν κάνουν όλοι οι χώροι κι όλοι οι επαγγελματίες για το οτιδήποτε, χωρίς να συζητώ καν για την ποιότητα που εδώ και χρόνια τη θεωρώ δεδομένη. Μιλώ για αισθητική και τεχνική προσέγγιση με βάση τις ανάγκες της εκάστοτε μπάντας. Με αυτόν το γνώμονα, γνώρισα τον Γιώτη Παρασκευαΐδη και το AUX studio. Αρχικά, κάναμε εκεί παρέα με το Νίκο τέσσερα ακουστικά βίντεο, δυο κιθάρες-φωνή. Ύστερα, γυρίσαμε δύο βίντεο full band, που τελικά δεν τελεσφόρησαν – αλλά οι live ηχογραφήσεις και οι μίξεις έγιναν κανονικά. Και μετά ήρθε η παραγωγή. Κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό, αφού όλοι νιώσαμε πιο άνετα, καταλάβαμε “πού πάει το πράγμα”, είδαμε κι ακούσαμε και τελικώς εμπιστευθήκαμε. Η δε διαδικασία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς ο Γιώτης αγκάλιασε το project με τρόπο που τον έκανε να κινηθεί ως σχεδόν συμπαραγωγός. Ο Αντώνης με τον Μιχάλη έκαναν ένα βαρβάτο διήμερο lock-out. Κατόπιν, ο Νίκος κι εγώ περάσαμε πολλές μέρες και νύχτες ηχογραφώντας και τέλος εγώ με τον Γιώτη μιξάροντας, με αναλογικές τεχνικές. Πολύ ευχαριστημένοι μείναμε κι απο την συμμετοχή της Βιργινίας Φραγκουλατζή στο κομμάτι “Faith”, ενώ ο Νάσος Νομικός έκανε εξαιρετική δουλειά στο mastering. Τέλος, αξίζει να αναφέρω οτι οι ηχογραφήσεις έγιναν όλες με τεχνικές full stereo recording, των οποίων οι βασικές αρχές ανήκουν στη δεκαετία του 70.

Τι εμπειρίες σας άφησε η ηχογράφηση αυτή;

JK: Λίγο ως πολύ όλοι είμαστε έμπειροι, τα έχουμε ξανακάνει αυτά, έχουμε ξανανιώσει το δέσιμο που προκύπτει μετά απο το στούντιο. Αλλά για μένα ήταν μεγάλη ανακούφιση που το αποτέλεσμα είχε την υπογραφή όλων μας. Κι απο πλευράς ύφους, αυτό εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο το υλικό μας. Πέραν τούτων όμως, περάσαμε πολύ καλά, με τις πλάκες μας, τις αναγκαίες εντάσεις μας, την δημιουργική ρουτίνα που διήρκεσε 5 μήνες. Προσωπικά νιώθω και ένα σκαλί πιο σοφός, αφού ανέλαβα και διεκπεραίωσα μια μεγάλη παραγωγή, παίρνοντας δύσκολες αποφάσεις κάποιες φορές, αλλά συνάμα, είχα την ευκαιρία να δω να “μεγαλώνει ένα παιδί” μέσα σε τέσσερις τοίχους, μια “γριά” κονσόλα του 70, πληθώρα analog outboards, και τους ανθρώπους που πλαισίωσαν την μουσική αυτή, τη στήριξαν και την πίστεψαν. Κι αυτό είναι πολύ έντονο συναίσθημα!

Θα λέγαμε ότι ακούγοντας και τους 2 δίσκους σας διαπιστώσαμε ότι το “Clairvoyance” είναι περισσότερο κιθαριστικό και ροκ σε σχέση με το ντεμπούτο σας “Reappear” χωρίς να γίνονται βέβαια εκπτώσεις στην ποιότητα. Εσείς ποιες διαφορές θα λέγατε ότι υπάρχουν ανάμεσα στα 2 άλμπουμ;

JK: Οι διαφορές είναι τόσες, όσες και οι ομοιότητες. Το REAPPEAR περιέχει παλιότερα κομμάτια, που γεννήθηκαν κάτω απο εντελώς διαφορετικές συνθήκες, απο εντελώς διαφορετική ψυχολογική κατάσταση και ωριμότητα. Το CLAIRVOYANCE, με εξαίρεση δύο κομμάτια που είναι λίγο πιο παλιά, περιέχει φρέσκο υλικό που ανταποκρίνεται σε αυτό που ήμουν πριν λίγο καιρό. Και τα δύο έχουν τη σφραγίδα τεσσάρων ανθρώπων και τη δική μου σφραγίδα ως songwriter. Στο CLAIRVOYANCE οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι ισόποσα, σε όλα τα όργανα. Αν και προσωπικό project, ποτέ δεν θέλησα να προβάλλω τη φωνή σε σχέση με τη μπάντα. Δεν τραγουδώ pop κομμάτια (που και αυτή η παράμετρος συζητείται, αν λάβει κανείς υπ’όψη το Thriller του Michael Jackson ή τις υπερπαραγωγές της Madonna…), ούτε πρεσβεύω τη φάση του “ντίβα” (sic). Στο Reappear επικράτησε μια πιο μινιμαλ προσέγγιση απο όλους. Ίσως αυτό να ήταν το σωστό για εκείνα τα κομμάτια, τα οποία ήταν παλιότερα και διέπονταν απο άλλες συνθήκες και αποτύπωναν μια άλλη δημιουργική ματιά. Στο Clairvoyance έχουμε δώσει σημαντικό βάρος στο συνολικό κλίμα το οποίο περιστοιχίζει το Τραγούδι. Οι στίχοι μιλούν για άλλα πράγματα, απο πιο τραχιές εποχές, δίνοντας έμφαση σε άλλα στοιχεία μελωδίας, ερμηνείας και δημιουργώντας άλλες ανάγκες ενορχήστρωσης. Είναι οι μουσικές ιδέες που μπλέκουν, χωρίς να επεμβαίνουν περιοριστικά, μέσα στους στίχους και τη ροή του κομματιού. Η ξεχωριστή ταυτότητα του κάθε τραγουδιού-κομματιού. Γιατί οι KAMP αυτό κάνουν: κάθε κομμάτι είναι διαφορετικό. Και συνηθίζω να λέω οτι βαριέμαι να γράφω ένα Είδος. Καθώς διέπομαι απο ποικίλλα και αντιφατικά συναισθήματα ως άνθρωπος αρκετά συχνά, δε θα μπορούσα ούτε να ακούσω, ούτε να γράψω κάτι που θα μοιάζει ίδιο απο την αρχή ως το τέλος του CD. Κι αυτή είναι η συνολική υπογραφή των KAMP, είτε πρόκειται για το REAPPEAR, είτε για το CLAIRVOYANCE.

10173720_1653933384818236_7188310552400190736_n

Ποια είναι η συνήθης διαδικασία γραφής των κομματιών σας;

JK: Κάτι θα με παρακινήσει, συνήθως κάποιο συναίσθημα. Άλλοτε, μπορεί να είναι και μια απλή ιδέα που μού καρφώθηκε στο μυαλό. Ή και τα δύο μαζί. Ξεκινώ απο τη μελωδία, γιατί αυτή με βοηθά περισσότερο στην στιγμιαία εξωτερίκευση – και μετά, με βάση το συναίσθημα που μού ανταποδίδει η μελωδία, κολλούν οι στίχοι επάνω της. Πάω ανάποδα. Το κάνω αυτό γιατί νιώθω πιο βολικά να τραγουδήσω κάτι που θα έχει ένταση και βαθύτητα και μετά να μετουσιώσω την εκλογικευμένη αποτύπωση των συναισθημάτων σε στίχους. Συμβαίνει το παράδοξο κάποιες φορές, να γράφω μελωδίες που είναι λ.χ. πιο σκοτεινές, με πιο φωτεινούς στίχους και το αντίστροφο. Μου αρέσει αυτή η αντίφαση, μού κάνει κάτι. Σαν Yin και Yang, το καλό στο κακό και τ’ανάποδο. Υπάρχουν και φορές που έχω γράψει στίχους μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσω το κομμάτι, χωρίς να θέλω να πώ κάτι συγκεκριμένο, αλλά στην πορεία μού βγαίνει τελικά ένα βαθύτερο νόημα, καλά κρυμμένο στο υποσυνείδητο. Μοιάζει λίγο με Φροϋδική τεχνική. Ακολούθως, φτιάχνω μια home-made ενορχήστρωση παίζοντας εγώ όλα τα όργανα, πάνω στην οποία βασίζονται τα παιδιά. Τέλος στην πρόβα, και αφού έχει παιχτεί το κομμάτι “as is”, θα γίνουν αλλαγές-βελτιώσεις-τροποποιήσεις σε μέρη του κομματιού και της ενορχήστρωσης. Κι όλα αυτά, γίνονται πολύ φυσικά, πάντοτε με γνώμονα το κομμάτι, χωρίς να αλλοιώνεται κανενός το παίξιμο ή η μουσική ταυτότητα.

Ποια είναι η άποψή σας για τη στήριξη των ΜΜΕ σε συγκροτήματα του underground rock χώρου;

JK: Κατ’αρχήν, ας δούμε τί νοείται πλέον ΜΜΕ: το ραδιόφωνο; το facebook; το twitter; το instagram; το youtube; η τηλεόραση; το internet γενικά; Αν μιλάμε για τα “κλασικά”, βλέπω οτι κυρίως ο ανεξάρτητος ιντερνετικός τύπος στηρίζει έμπρακτα την underground σκηνή, όπως γίνεται και παντού. Επίσης, η γέννεση πολλών internet tv channels βοηθά αποτελεσματικά, όπως και τα web radios. Ωστόσο, δύσκολα θα δεις σε μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας, συνέντευξη μιας indie μπάντας. Απο την άλλη, τα web portals των εντύπων, έχουν άλλα deals, που παραπέμπουν σε πιο παλιές εποχές. Κι εκεί, πας μονάχα αν φύγεις απο την indie κατάσταση και κινηθείς σε πιο pro μονοπάτια. Για μένα, αυτό είναι αναγκαίο βήμα, αν θεωρούμε ως αναγκαία και την εξέλιξη. Το πώς, είναι άλλο θέμα, όπως είναι άλλο θέμα και το πώς το βλέπει ο καθένας μας. Εκεί, λοιπόν, δεν έχουν αλλάξει πολλά – για να μην πω οτι έγιναν και ακόμη πιο δύσκολα. Η πτώση της δισκογραφίας όπως την ξέραμε, άνοιξε κάποιες πόρτες και μισο-έκλεισε άλλες. Indie ή pro, το γεγονός οτι έχεις ένα σωρό άλλα Μέσα, που απο Κοινωνικής Δικτύωσης μετατρέπονται σε ΜΜΕ, έχει πολλά καλά και κυρίως, όλοι τα χρησιμοποιούν το ίδιο. Για παράδειγμα το facebook: με το πάτημα ενός κουμπιού, κάνεις μετάδοση live streaming, ή ακόμη, το station στα itunes. Ποτέ όμως δε θα είναι καθαυτό ΜΜΕ, παρά μονάχα βοηθητικά ως προς την εκάστοτε επικοινωνιακή στρατηγική.

Ποια είναι η γνώμη σας για τα συγκροτήματα της ελληνικής σκηνής, ζώντας την από μέσα;

JK: Εξαιρετικά καλά και ενδιαφέροντα πράγματα! Το internet βοήθησε πάρα πολύ, η πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφόρηση οδήγησε τα νέα παιδιά εκεί ακριβώς που θέλουν, εκεί οπου ξέρουν οτι θα γίνουν καλύτεροι. Δόθηκε μεγάλη προσοχή στον εξοπλισμό, καθώς και εμπλουτίστηκαν οι ιδέες, ενώ ξεπήδησαν άλλες. Κι αν σκεφτεί κανείς οτι μιλάμε για ένα χωνευτήρι τεσσάρων δεκαετιών τουλάχιστον, οι ιδέες είναι πραγματικά ενδιαφέρουσες, απο jazz σχήματα με original υλικό, μέχρι metal, stoner, ακόμη και οι tribute μπάντες έχουν φτάσει σε σημεία, που οι παλιότεροι δεν είχαν την τύχη να φτάσουν. Προσωπικά χαίρομαι ιδιαίτερα να βλέπω νέες μπάντες και πηγαίνω συχνά -και όσο το επιτρέπουν και τα βαλάντια- σε live indie σχημάτων, μικρών ή πιο ακουσμένων. Απο τα μειονεκτήματα θα έλεγα οτι είναι η έλλειψη συλλογικής συνείδησης στα περί της Μουσικής Βιομηχανίας, σε συνδυασμό με μια έμφυτη τάση που έχουμε, ως λαός, να σνομπάρουμε οτιδήποτε “πρέπει” να γίνει, προς ώφελος της “φάσης”. Καλά και τα δύο, πιστεύω. Ούτε μόνο το ένα, ούτε μόνο το άλλο.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τους Kamp;

JK: Έρχονται εμφανίσεις, νέο υλικό σιγά-σιγά, και θέλουμε να κάνουμε και ένα μινι τουρ στο εξωτερικό. Να δούμε και τί κάνουμε στο φυσικό χώρο της μουσικής που παίζουμε…

Που μπορεί ο κόσμος να σας βρει στα social media;

Στο Facebook θα μας βρείτε εδω: https://www.facebook.com/kamptheband/ . Αν θέλει κάποιος να αγοράσει υλικό μας ή το physical product του CLAIRVOYANCE, μπορεί να επισκεφθεί τη σελίδα μας στο bandcamp: https://kamptheband.bandcamp.com/ . To Twitter μας είναι το @kamptheband και έχουμε προφίλ και στο reverbnation: https://www.reverbnation.com/kamp . Τέλος, το κανάλι μας: https://www.youtube.com/channel/UCi5PqLg_pE6Rbs8HlxswS4g

Ένα μήνυμα για τους αναγνώστες του anthem.gr;

JK: Υποστηρίξτε έμπρακτα τις ελληνικές μπάντες, ελληνικού και ξένου στίχου. Το αξίζουν. Κι εμείς, σας ευχαριστούμε για την προτίμησή σας και θα κάνουμε το καλύτερο.

Σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας!

JK: Εμείς ευχαριστούμε για τη φιλοξενία!