Ξημερώματα έξω στο δρόμο παρέα ακόμα με τον αέρα του Σεπτέμβρη που εκείνη τη χρονική στιγμή έτσουζε γλυκά η αίσθηση του για πρώτη φορά μετά τον Απρίλη.Το ένιωθε πολύ έντονα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
Ήταν εκείνη η αίσθηση που του έδινε το Φθινόπωρο πάντα,ότι περνούσε από το μεταίχμιο του κόσμου,ότι βρισκόταν στον τελευταίο, μικρό προθάλαμο πριν από κάτι μεγάλο και πολύ ζωντανό. Το ένιωθε όσο δυνατά το είχε νιώσει μετά από κάτι καλοκαίρια πριν δέκα και κάτι χρόνια,όταν ήταν ακόμα τελείως πιτσιρικάς, αγνά και αφήνοντας τον εαυτό του να νιώσει ικανός για πολύ περισσότερα πράγματα από ό,τι πίστευε μέχρι πριν λίγες ώρες. Η αίσθηση του χρόνου δεν ήταν πια η ίδια με τότε, ήξερε ότι ο κάθε Σεπτέμβρης από εδώ και πέρα θα ερχόταν πιο γρήγορα από τον προηγούμενο, όμως ήταν εκεί και περπατούσε, έτοιμος για νέες αναμονές, γλυκές, οδυνηρές είτε ήταν μικρές είτε μεγάλες.
Το αίμα του σε λίγο θα ψιθύριζε σαν άλλες μέρες και το γνώριζε.