Ααααχ το πρώτο review στο anthem. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα να επιλέξω έναν δίσκο που να είναι πολύ καλός και να μην έχει μεγάλη αναγνωρισιμότητα. Επέλεξα λοιπόν μία ξένη κυκλοφορία, η οποία μου φάνηκε πάρα πολύ ενδιαφέρουσα.
Έρχεται κάποια στιγμή στην καριέρα ενός καλλιτέχνη που θέλει να ξεφύγει από το καλούπι του συγκροτήματός του και να δώσει στο κοινό έναν δίσκο με το δικό του απολύτως προσωπικό γούστο. Η στιγμή αυτή ήρθε για τον Mark Tremonti. Ο Mark για όσους δεν τον ξέρουν είναι κιθαρίστας για τους Creed και τους Alter Bridge. Στους πρώτους βρίσκεται στη σκιά του τραγουδιστή Scott Stahp, ενώ στους δεύτερους (στους οποίους συμμετέχει και το rhythm section των Creed) ξεδίπλωσε για πρώτη φορά το εκρηκτικό του ταλέντο και έγραψε 4 απίστευτους δίσκους σχηματίζοντας φοβερό κιθαριστικό δίδυμο με τον Myles Kennedy.
Το διάλειμμα των AB πριν μερικά χρόνια, του έδωσε καιρό να ασχοληθεί με τον προσωπικό δίσκο του. Ένα δίσκο που θα έγραφε όπως ήθελε ο ίδιος βγάζοντας το μεταλλά που κρύβει μέσα του και γράφοντας μουσική βασιζόμενος στις επιρροές που είχε μικρότερος, κάτι που μπορεί να φανεί και στον τίτλο του άλμπουμ. Στην προσπάθεια αυτή συμβάλλουν ο Brian Marshall μπασίστας στους Creed και τους Alter Bridge, ο Eric Friedman που συμμετέχει στους Creed ως touring guitarist και πίσω από το drum kit o Garrett Whitlock που ως όνομα μου ήταν άγνωστος, ωστόσο ανταποκρίθηκε 100% στις προσδοκίες μου παίζοντας στακάτα και δυναμικά και κάνοντας το δίσκο ακόμα πιο απολαυστικό. Τα φωνητικά αναλαμβάνει ο ίδιος ο Tremonti και ακόμα κι εκεί κάνει εξαιρετική δουλειά, παρ’ ότι δεν έχει συμμετέχει ποτέ σε σχήμα ως κύριος τραγουδιστής, παρά μόνο σαν κιθαρίστας.
Όπως καταλαβαίνει κανείς ο στόχος του Tremonti επιτεύχθηκε. Ο δίσκος είναι εξαιρετικός. Συνδυάζει το metal παίξιμο και τη συναισθηματική φόρτιση του δημιουργού του και οδηγεί σε ένα σύνολο 12 φοβερών τραγουδιών. Τα riffs είναι πρωτότυπα και πωρωτικά, τα solo είναι γρήγορα και εντυπωσιάζουν ενώ τα ρεφραίν είναι κολλητικά, δείγμα του πόσο δούλεψε ο Mark πάνω σε κάθε τραγούδι. Η κιθαριστική δουλειά γενικώς, τόσο στα lead όσο και στα rhythm είναι εξαιρετική και συνδυάζει το παλιό καλό heavy και thrash metal που άκουγε μικρότερο ο Tremonti με το μοντέρνο metal που έπαιξε κυρίως με τους Alter Bridge. Η παραγωγή είναι επίσης προσεκτική από τον Michael Baskette που έχει δουλέψει και στους 2 τελευταίους δίσκους των Alter Bridge και δεν έχει σκοπό να αναδείξει αποκλειστικά τον Tremonti, αλλά ολόκληρο το συγκρότημα.
Από άρτιους δίσκους σαν το All I Was δε μου αρέσει να ξεχωρίζω τραγούδια, ειδικά όταν κάθε τραγούδι μπορεί να σου προσφέρει ένα κολλητικό ρεφρέν, ένα γαμάτο solo ή ένα πωρωτικό riff. Ακόμα και τα λιγότερο γνωστά τραγούδια σαν το Giving Up, το Decay και το Proof θα τα λατρέψεις, αν είσαι φαν του ήχου. Όμως πρέπει να αναφέρω πως προσωπικό αγαπημένο είναι το Brains. Κονταροχτυπήθηκε με κομματάρες σαν το Things I’ve Seen, το πρώτο single του δίσκου You Waste Your Time, το So You’re Afraid και το Leave It Alone, αλλά τελικά υπερίσχυσε στην προτίμηση μου. Στα 50 λεπτά της διάρκειας του ο δίσκος δεν παρουσιάζει σκαμπανεβάσματα και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα.
Ακούγοντας το δίσκο μπορεί να καταλάβει κανείς ότι ο Tremonti πρόσφερε ακριβώς αυτό που θέλει να ακούσει ένας οπαδός του μοντέρνου metal. Ένα άκουσμα συμπαγές, ένα δίσκο που ενώνει το παζλ των επιρροών που είχε από παιδί. Ήξερε πως δεν θα γινόταν πλατινένιο album σαν αυτά των Creed ή ότι δεν θα είχε την αναγνωρισιμότητα που απολαμβάνουν οι Alter Bridge. Ο Mark δημιούργησε αυτή τη solo μπάντα για να περνάει καλά και να παίζει τη μουσική που από μικρή ηλικία γούσταρε. Ευχή μου είναι κάθε οπαδός των AB να δώσει στον Tremonti την ευκαιρία να τον μαγέψει για ακόμα μία φορά σε έναν δίσκο που τα έχει όλα.