Ο Γρηγόρης Φρανκ Ασημίνης είναι Έλληνας Συγγραφέας που ασχολείται με την Λογοτεχνία Τρόμου. Τον Οκτώβριο του 2018 κυκλοφόρησε την πρώτη του νουβέλα, με τίτλο “Ο Οίκος των Βίριχ”, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Momentum. Μας δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του για το πρώτο του εγχείρημα, την εξέλιξη της πλοκής και την αγάπη του για τον Τρόμο.
Καλησπέρα Γρηγόρη. Πως και πότε ξεκίνησε το ταξίδι σου στο χώρο της Λογοτεχνίας; Τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον;
Καλησπέρα και ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Εύχομαι για εσένα και την ομάδα του Anthem.gr ό,τι καλύτερο. Οι πρώτες ιστορίες που έγραψα ήταν στην ουσία διασκευές από κινούμενα σχέδια που έβλεπα σε DVD στα 8 μου. Τις έγραφα στο σχολείο σε λευκά χαρτιά Α4, αδιαφορώντας παντελώς για τα μαθήματα στην τάξη. Μετά, στα 13 μου, ξεκίνησα να γράφω συστηματικά και τότε αποφάσισα πως αυτό θα ήταν ο προσανατολισμός μου. Το να γράφω ήρθε τελείως φυσικά.
Ως αναγνώστης και συγγραφέας βιβλίων τρόμου προτιμάς τον αργόσυρτο ψυχολογικό γοτθικό τρόμο ή το splatter, τη βία και τη γρήγορη δράση; Γιατί;
Μου αρέσουν και τα δύο. Πιστεύω πως και τα δύο έχουν να προσφέρουν στον χώρο. Το ένα βασίζεται στην ατμόσφαιρα και προωθεί την αγωνία μέσω της αναμονής για το χειρότερο. Το άλλο προκαλεί στιγμιαία ένταση και συνήθως αηδία, κάτι το οποίο μερικές φορές μπορεί να είναι και λυτρωτικό. Στις περιπτώσεις που ο τρόμος δεν γεννά φιλοσοφικά ερωτήματα και υπαρξιακή αγωνία, μπορεί έστω να σε κάνει να ξεχαστείς, να νιώσεις κάτι διαφορετικό. Το μόνο μου θέμα είναι η εμμονή στις σύγχρονες ταινίες τρόμου με το φαινόμενο “jump scare”. Στα βιντεοπαιχνίδια τρόμου όπου βλέπεις μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, είναι σημαντικό, γιατί ο παίκτης ζει αυτά που συμβαίνουν. Στις ταινίες όμως που ο πρωταγωνιστής ζει τα συμβάντα, αισθάνεται και κάνει επιλογές, ο θεατής συμβαδίζει μαζί με τον πρωταγωνιστή. Εκεί τα “jump scares” φυσικά και είναι χρήσιμα, αλλά υπάρχουν και άλλες τεχνικές που αυξάνουν την ποιότητα και την εμπειρία του έργου. Εν ολίγοις, θεωρώ πως τα “jump scares” είναι χρήσιμα, αλλά πλεονάζουν στον χώρο και υπάρχουν και άλλες τεχνικές που μπορούν οι καλλιτέχνες να χρησιμοποιήσουν για μια καλή ταινία τρόμου. Επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, πάντως μου αρέσουν και τα “σπληνάντεραˮ και η ατμόσφαιρα, οπότε επιλέγω και τα δύο, ανάλογα την περίσταση.
Ποτέ δεν κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του, αλλά πιάνοντας στα χέρια μας τον “Οίκο των Βίριχ” αντικρίζουμε ένα εξαιρετικό artwork. Ποιος το επιμελήθηκε;
Επιλέξαμε τη φωτογραφία μαζί με την εκδότρια από το site όπου ο εκδοτικός αγοράζει φωτογραφίες για εξώφυλλα, και την τελική μορφή τη διαμόρφωσε η γραφίστρια των εκδόσεων. Ήταν αυτό ακριβώς που είχα στο μυαλό μου. Θεωρώ πως το εξώφυλλο μετράει, στην αγορά ενός βιβλίου. Οπότε πρέπει να είναι κατατοπιστικό και να δίνει μια εικόνα στον αναγνώστη τι να περιμένει από ένα βιβλίο. Ακόμα πιο σημαντική είναι η περίληψη, για την αγορά ενός βιβλίου, αλλά ακόμα περισσότερο οι κριτικές του κόσμου. Γιατί πρώτα από όλα, τα βιβλία γράφονται για όλους εμάς. Η κοινότητα που σχολιάζει χωρίς αναστολές ένα έργο τέχνης είναι η πιο αντικειμενική διαφήμιση.
Πες μας δύο λόγια για την ιστορία και την εξέλιξη της πλοκής;
Ο Σύνεμπουργκ είναι ένας ξεναγός που διαμένει στη Βιέννη, θέλει όμως να αλλάξει παραστάσεις και να ζήσει κάπου στην επαρχία. Αγοράζει λοιπόν έναν αρχοντικό οίκο πάνω σε ένα βουνό στο Μαϊρχόφεν. Οι κάτοικοι τον αντιμετωπίζουν στην καλύτερη περίπτωση με ψυχρότητα και στη χειρότερη με επιθετικότητα. Την πρώτη νύχτα που είχε προγραμματίσει να μείνει εκεί, λόγω των γεγονότων που βιώνει, καταλήγει τελικά ταραγμένος και με τραύματα σε ένα ήσυχο μπαρ της πιο κοντινής κωμόπολης. Αυτά που είδε δεν μπορεί να τα πει σε κανέναν, διότι κανένας δεν θα τα πιστέψει. Δεν υπάρχει σαφήνεια για το ποιος είναι φίλος ή εχθρός σε αυτή την ιστορία. Κανείς δεν είναι πραγματικά καλός, κανείς δεν είναι πραγματικά κακός
Οπότε ποιον μπορεί να εμπιστευτεί ο Σύνεμπουργκ; Μπορεί να εμπιστευτεί ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό; Μπορεί να πιστέψει πως ό,τι είδε σε αυτό το σπίτι είναι αλήθεια; Αυτή η νουβέλα αναζωπυρώνει την κλασική ιστορία του στοιχειωμένου οίκου με μια νέα οπτική και μια ανατροπή που θα μπερδέψει τον αναγνώστη, μέχρι το τέλος.
Για ποιο λόγο επέλεξες το Μαϊρχόφεν της Αυστρίας ως σημείο μηδέν της ιστορίας σου;
Προσωπικά, όταν πήγα στην Αυστρία, έμεινα στη Βιέννη και επισκέφτηκα το Μπάντεν και το Σάλτσμπουργκ. Πριν όμως γράψω το βιβλίο, έκανα έρευνα στο διαδίκτυο και για άλλες περιοχές. Το Μαϊρχόφεν μου άρεσε, επειδή είναι στην ουσία μια πεδιάδα περικυκλωμένη από ατέλειωτα βουνά. Μου έδωσε την αίσθηση του εγκλωβισμού, οπότε ήταν το κατάλληλο σημείο για να διαδραματιστεί η ιστορία.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου Λογοτέχνες και από ποιους αντλείς έμπνευση;
Υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες που μου ασκούν επιρροή σε ό,τι κάνω. Στη λογοτεχνία, θα έβαζα πρώτα τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, τον Λάβκραφτ και τον Μάριο Πούτζο. Ο Κλάιβ Μπάρκερ ίσως μπει στη λίστα μου, αν διαβάσω και μου αρέσουν τα Ευαγγέλια της Κολάσεως. Διότι αν λάβουμε υπόψιν το Hellraiser, η ταινία είναι μακράν καλύτερη από το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίστηκε (Hellbound Heart). Μέχρι τότε λοιπόν, τον κατατάσσω στους σεναριογράφους που με εμπνέουν περισσότερο. Γιατί για εμένα το Hellraiser είναι από τα πιο σημαντικά ευρήματα gore και ατμόσφαιρας.
Πώς εντάσσεται το στοιχείο της βόρειας μυθολογίας στο έργο σου;
Ταίριαζε. Θέλω να πω, στην αρχή ξεκίνησα να γράφω τον οίκο των Βίριχ ως άσκηση στη σχολή μου, σαν μια απλή ιστορία μιας σελίδας με στοιχειωμένο σπίτι. Μετά όμως, στην προσπάθεια η ιστορία να ολοκληρωθεί και να είναι έτοιμη για έκδοση, η φάση ξέφυγε τελείως, ξέρεις. Κατάρες, μάγισσες, βεντέτες, τοπική προκατάληψη και η βόρεια μυθολογία. Τώρα η απορία μπορεί να είναι «Κάτσε ρε φίλε, τι σχέση έχει η βόρεια μυθολογία με την Αυστρία; Αυτή είναι των Σκανδιναβών». Αυτή τη συζήτηση την έχω κάνει με φοιτητές θεολογίας και αρκετούς θαυμαστές της Marvel. Εν συντομία, η φράση «Βόρεια Μυθολογία» είναι μια πιο διαδεδομένη ονομασία για τους μύθους της προ-χριστιανικής γερμανικής θρησκείας. Θα εξηγήσω: Ο αρχαίος όρος «γερμανικός» χρησιμοποιήθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα και άλλους Ρωμαίους εθνογράφους σαν τον Τάκιτο, για να περιγράψει τις πληθυσμιακές ομάδες που κατέβηκαν από τη Δανία κατά τη μεγάλη «Μεταναστευτική Περίοδο», οι οποίες εξαπλώθηκαν κι εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία της δυτικής Ευρώπης. Οι Ρωμαίοι γνώρισαν από πρώτο χέρι τις γερμανικές φυλές που ζούσαν στον Ρήνο, διότι τους έκαναν πλιάτσικο. Οπότε η ορολογία διαφέρει από αυτό που λέμε σήμερα «Γερμανός», εννοώντας την εθνικότητα. Οι σημερινοί Αυστριακοί είναι επίσης απόγονοι αυτών των πληθυσμιακών ομάδων, έτσι αυτή είναι η προ-χριστιανική τους μυθολογία, αυτό ισχύει και για τους Γερμανούς και τους Σκανδιναβούς και τους Άγγλους. Και μέσω του βιβλίου, τη χρησιμοποίησα για να εμπλουτίσω το περιεχόμενο. Η τακτική τού “από μηχανής θεού”, όντως είναι ξεπερασμένη και δεν τη χρησιμοποιούμε πλέον θεωρώντας τη λανθασμένη, διότι γλιτώνει τον ήρωα από τη δράση. Όμως σε ορισμένα πλαίσια και χρησιμοποιώντας τη σωστά, μπορεί να φανεί αρκετά χρήσιμη στην εξέλιξη της πλοκής.
Διαβάζοντας το έργο, νιώθουμε σαν υπάρχει κάποια “δύναμη” που κινεί τα νήματα των χαρακτήρων της ιστορίας, όπως πχ η μοίρα. Θεωρείς πως ισχύει αυτή η άποψη;
Σε κάποια έργα ισχύει αυτό. Στο συγκεκριμένο, το συμφέρον και η μνησικακία κινούν τα νήματα.
Υπάρχει εν τέλει λύτρωση για τους χαρακτήρες;
Αυτό εξαρτάται από το πώς εκλαμβάνει ο καθένας τη λύτρωση. Πράγματι, επιφυλάσσω ένα ικανοποιητικό τέλος για τους χαρακτήρες. Μη φοβηθεί ο μελλοντικός αναγνώστης ότι θα διαβάσει κάτι στο οποίο θα πρέπει να μαντέψει ο ίδιος το τέλος. Αλλά από εκεί και πέρα, η έννοια της λύτρωσης είναι αρκετά υποκειμενική νομίζω. Μπορεί το τέλος που θα γράψει ένας συγγραφέας, να είναι καταδίκη στα μάτια του αναγνώστη.
Ποια η άποψη σου για την “ελληνική σκηνή Λογοτεχνίας Τρόμου”; Αν μπορούσες να συνεργαστείς με κάποια/ον συγγραφέα, ποια/ος θα ήταν και γιατί;
Αυτού του είδους οι ερωτήσεις με σφίγγουν από τον λαιμό, οφείλω να πω. Όπως έχω δηλώσει και σε προηγούμενη συνέντευξη, η ελληνική λογοτεχνική σκηνή τρόμου, έχει πολλούς ταλαντούχους δημιουργούς. Το θέμα είναι όμως ότι από τις συνθήκες που επικρατούν αποθαρρύνονται πολλοί, με αποτέλεσμα κάποιοι να μην εκδίδουν καν, κάποιοι άλλοι να ξεκινάνε αλλά να τα παρατάνε γιατί “δεν βλέπουν μέλλον”. Κάποιοι άλλοι συνεχίζουν, αλλά επηρεαζόμενοι από το πεσιμιστικό περιβάλλον, μένουν πίσω. Εμείς η νέα γενιά συγγραφέων πρέπει να σπρώξουμε τη σκηνή σε πιο υψηλά επίπεδα και να τραβήξουμε μαζί τούς πιο παλιούς που θεωρούσαν κάθε ελπίδα χαμένη.
Όσο για τις συνεργασίες, έχω πλέον διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική μου κοινότητα, όμως συζητώ συνεργασίες με άτομα με τα οποία μπορούμε να συμπλεύσουμε καλλιτεχνικώς. Μπορεί όποιος θέλει να επικοινωνήσει μαζί μου στη σελίδα μου στο Facebook (The writings of Gregory Frank Asiminis) ή στο email ([email protected]) για συνεργασίες, αγορά του βιβλίου ή απλά ερωτήσεις.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τον Γρηγόρη-Φρανκ Ασημίνη;
Το μέλλον είναι μυστήριο, φίλε μου. Το μόνο που μπορώ να πω σίγουρα όμως, είναι πως τον επόμενο καιρό ετοιμάζονται πολλά πράγματα και θα γίνουν μεγάλες αλλαγές. Έχοντας πλέον διασφαλίσει τις κατάλληλες γνώσεις και διασυνδέσεις, σκοπεύω να επεκταθώ και σε άλλα ήδη τέχνης, όπως μουσική, κόμικς και κινηματογράφο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, οπότε θα μπορέσω να προσφέρω και άλλα έργα πέρα από λογοτεχνικά. Το 2020 από μόνο του ήταν ένα μετα-αποκαλυπτικό σενάριο και το αναγνωστικό κοινό δικαιούται κάτι που θα το κάνει να ξεφύγει, κάτι που θα του δώσει κουράγιο να συνεχίσει σε αυτές τις δύσκολες στιγμές.
Δύο λόγια για τους αναγνώστες του anthem.gr;
Αναγνώστες του Anthem.gr και απανταχού ακόλουθοι της σκηνής μας, όσο
συνεχίζετε να τροφοδοτείτε τη φωτιά, τόσο θα συνεχίσει να αυξάνεται. Σας
ευχαριστώ πολύ.__