Azrael Overtones #7: Γρανάζια Της Πόλης

nnb

Όταν αντίκριζε τις μισοκρυμμένες φιγούρες πίσω από τις κεραίες,τις σκεπές και τα παράθυρα ξεκινούσε αργά αργά να τρέχει και σταδιακά επιτάχυνε ολοένα και περισσότερο. Πολύ λίγα σημεία φωτίζονταν στο οπτικό του πεδίο και ένα από αυτά ήταν ακριβώς στο κέντρο απέναντι του σε μια απόσταση εκατό μέτρων, το στενό που τον καλούσε κάθε φορά να εισέλθει. Κοιτούσε μόνο ευθεία όσο και να ένιωθε τα βλέμματα των σκιών να του προσδίδουν απίστευτο βάρος,το οποίο έκανε όλους του τους μύες να συσπώνται αδιάκοπα. Δεν έφευγε από το στόχο. Αυτή η πειθαρχία που κρατούσε με κάθε ψυχικό κόστος για τις λίγες δεκάδες μέτρα που έπρεπε όντας εκτεθειμένος να τρέξει ήταν το στοίχημα με τον εαυτό του και τις μορφές που προσποιούνταν ότι κρύβονται για να φαντάζουν πιο τρομακτικές όμως κάθε φορά τις ένιωθε να ηδονίζονται κάνοντας αισθητή την παρουσία τους με αυτή την τεχνητή διακριτικότητα.

Στο στενό επάνω στον τουβλότοιχο πάντα περίμενε ανοιχτή η πόρτα και όταν έμπαινε ξεδιπλώνονταν μπροστά του πολύπλοκοι μηχανισμοί με κάτι γιγαντιαία γρανάζια τα οποία ήταν η ψυχή του κτιρίου και ίσως και για κάτι πολύ ανώτερο από αυτό.

nna

Ο αγώνας με τον εαυτό του και την ισορροπία ξεκινούσε πάλι. Έτρεχε σε κύκλους μέσα στα γρανάζια σαν τα ποντίκια στον τροχό.Ανάσαινε με σταθερό ρυθμό χωρίς να ξέρει ακριβώς το στόχο και το τελικό αποτέλεσμα. Χίλιες σκιές μισοφαίνονταν σε κάθε γωνία γύρω του. Η διαίσθηση έλεγε λύτρωση.Σιγά σιγά λευκές αστραπές ξεπετάγονταν προς κάθε κατεύθυνση και τα σημεία στα οποία κατέληγαν φωτίζονταν ανεξίτηλα την ίδια στιγμή που οι μορφές εξαϋλώνονταν. Όταν η ταχύτητα άγγιζε το ζενίθ της με μια απότομη κίνηση πεταγόταν στο επόμενο γρανάζι και μετά ξανά στο επόμενο,όλο και πιο ψηλά. Ποτέ δεν ήταν μόνος. Κάθε φορά οι δόλιες φιγούρες καραδοκούσαν παντού και τον χλεύαζαν, όμως ποτέ με λέξεις.ήταν περισσότερο μια αίσθηση. Οι σιωπές στα όνειρα έχουν πάντα πολλαπλά μεγαλύτερη δύναμη από ότι στην πραγματικότητα. Στο τέλος όταν ο στόχος πλησίαζε στην στενή οδό που οδηγούσε προς τα πάνω κάποιος εμφανιζόταν κάθε φορά από κάτι που λογικά ήταν φωταγωγός και του έδειχνε με το δείκτη ακόμα ψηλότερα. Ποτέ δε φαινόταν το πρόσωπό του καθαρά. Ίδιες φιγούρες αλλά διαφορετική αίσθηση. Άλλες φορές έπαιρνε όρκο πως αντίκριζε τον καλύτερο εαυτό του. Άλλες φορές κάποιον που τον εμπιστευόταν. Άλλες ίσως κάτι πολύ ανώτερο. Ο στόχος πάντα κοινός όμως. Προς τα πάνω.

Φτάνοντας στο ταβάνι ξαφνικά το επίπεδο άλλαζε τελείως και μετατρεπόταν σε έναν οριζόντιο διάδρομο. Στο τέρμα του στεκόταν πάλι ο άγνωστος με ανοιχτά χέρια. Ο Ζιντ άρχιζε την κούρσα και πάλι και οι λευκές αστραπές χτυπούσαν ξανά δεξιά και αριστερά με μεγάλη ταχύτητα σαν μπάλες μέσα σε φλίπερ. Δεν σκότωναν, δεν έκαιγαν, ήταν απλώς άσπρες, φιλικές φωτιές με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κάθε πρόσκρουση στον τοίχο φανέρωνε για μερικές στιγμές ένα χαμογελαστό πρόσωπο το οποίο ύστερα χανόταν για να εμφανιστεί άλλο ένα και ακόμα ένα ξανά και ξανά. Κάθε χαμόγελο αύξανε την ταχύτητα του και λίγο περισσότερο. Ένιωθε τους μύες στα πόδια και στην καρδιά να είναι έτοιμοι να βγάλουν αγκάθια από τη θέληση. Μέχρι το τέλος. Μέχρι τη λύτρωση. Τα χαμόγελα χάνονταν με μιας όμως ένιωθε τόσο ευλογημένος από εκείνα που δε σταματούσε ποτέ του. Στο τέλος ήταν εκείνη η μεγάλη πόρτα, όλη δική του για να την ανοίξει και τότε ήταν που ένιωθε νικητής αλλά και χαμένος ταυτόχρονα. Κάθε φορά που κρατούσε το πόμολο φοβόταν να το τραβήξει και μια ξαφνική μελαγχολία πάγωνε το σώμα του και ο κορμός του λύγιζε προς τα μπρος σαν κάποιος να του κάρφωνε ξαφνικά ένα μαχαίρι στο στομάχι. Ακόμα και τώρα που ήξερε πια ότι βλέπει ένα όνειρο, δεν ήθελε να βρεθεί μπροστά στην οριστική λύση. Δεν ήθελε να προχωρήσει άλλο γιατί ήξερε ότι έχει φθάσει δυνατός αλλά κενός ως εκεί. Ένιωθε μόνος του.