Οι Planet of Zeus ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα αγαπημένα μου ελληνικά συγκροτήματα. Τους ανακάλυψα το 2011 τότε που όλοι λιώναμε το Vanity Suit και το Leftovers και ανά τα χρόνια κράτησα μια πολύ σταθερή σχέση αγάπης μαζί τους. Με αφορμή λοιπόν τα εικοσιπέντε χρόνια Planet of Zeus όπου θα γιορταστούν αύριο με μια συναυλία στην Τεχνόπολη, είπα να υλοποιήσω επιτέλους ένα project που είχα καιρό στο μυαλό μου.
Άκουσα ξανά προσεκτικά όλη τη δισκογραφία τους και αντί να σας κάνω ένα Ranking όλων των άλμπουμ, ήθελα να μιλήσω περισσότερο για το καθένα ξεχωριστά με τη σειρά που βγήκαν. Τι θυμάμαι από την εποχή που κυκλοφόρησαν, ποια τραγούδια μου έκαναν ξανά κλικ, ποια εξ αυτών είχαν κάπως χαθεί στη μνήμη μου και με κέρδισαν πάλι. Γενικά να μιλήσουμε για ωραία μουσική, μιας και αύριο το βράδυ θα ανατρέξουμε σε ολόκληρη την πορεία των σπουδαίων Αθηναίων.
ΣΕΞ ΚΑΙ ΒΙΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΔΙΑ λοιπόν και ξεκινάμε.
Eleven the Hard Way (2008)
Τα ντεμπούτα είναι πάντα λίγο πιο δύσκολο να τα κρίνεις, καθώς για άλλα συγκροτήματα είναι η κορύφωση της έμπνευσής τους και για άλλα είναι ένα άγουρο πρώτο βήμα πριν την καταξίωση. Το Eleven the Hard Way είναι ένας δίσκος που σίγουρα ξεχωρίζει στη δισκογραφία των Αθηναίων, γιατί αργότερα ακούσαμε στοιχεία του, αλλά όχι κάτι παρόμοιο με αυτό.
Δεν είναι 100% stoner άλμπουμ, αλλά πρέπει να παραδεχθούμε ότι βρίθει από stoner και ψυχεδελικά στοιχεία που κυριαρχούσαν στο heavy rock της εποχής. Το εισαγωγικό Eat Me Alive είναι ένα από τα κορυφαία τους κομμάτια με ένα καταπληκτικό outro. Το αργό, γκρουβάτο riff του Woke Up Dead-William H. Bonney δίνει τη θέση του στο τρομερό επιθετικό Supernothing το οποίο θα διαδεχτεί το mid tempo Same Mistakes.
Όλα όσα ανέφερα πάντως για την τρομερή ψυχεδέλεια αυτού του άλμπουμ και τις southern πινελιές γίνονται πολύ εμφανή προς το τέλος με το ομώνυμο τραγούδι ή το ασύλληπτο δεκαεξάλεπτο έπος Space Loop 430. Αυτό το ντεμπούτο μου θυμίζει πολύ το Songs for the Deaf των Queens of the Stone Age, γιατί το θεωρώ ιδανικό για soundtrack σε κάποιο road trip στους αχανείς αμερικάνικους δρόμους. Οπότε προφανώς έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.
Macho Libre (2011)
Όταν κάνω αναδρομή στις δισκογραφίες αγαπημένων συγκροτημάτων και όχι κατάταξη των δίσκων βάσει ποιότητας, προσπαθώ να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται, αλλά για το Macho Libre δε μπορώ να κρυφτώ. Είναι ο αγαπημένος μου δίσκος των Planet γιατί θυμάμαι να τον ανακαλύπτω την εποχή που βγήκε όσο πήγαινα Λύκειο και να έχει μπει σε αδιανόητη λούπα στα ακουστικά μου.
Είναι ένα άλμπουμ που σε πιάνει αμέσως από τα μούτρα, αφού Doteru, Dawn of the Dead, Leftovers και Vanity Suit με τα οποία ξεκινάει ο δίσκος είναι μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψαν ποτέ. Με περισσότερη μελωδία στα ρεφρέν, αλλά τις ίδιες ριφάρες στις εισαγωγές, καταλαβαίνεις από νωρίς ότι οι Planet of Zeus έχουν βρει τρομερή χημεία και έχουν ακόμα περισσότερη ομοιογένεια σε σχέση με το ντεμπούτο τους.
Είναι ένας δίσκος που δείχνει τη σαφή αγάπη τους στους Sabbath με riffs όπως στο ομώνυμο τραγούδι που πάντα με ανατριχιάζει σε live εκτέλεση, αλλά ταυτόχρονα με κομμάτια όπως το Apocalypse και το Scream κρυφοκοιτάζουμε στις μελλοντικές τους κυκλοφορίες και την αγάπη που έχουν στο heavy και το hard rock, αλλά και τον εναλλακτικό ήχο γενικότερα. Το Macho Libre κυλάει υπέροχα και αποτελεί σημείο αναφοράς για όλη την ελληνική σκηνή και τον ήχο των 10s.
Vigilante (2014)
Τρία χρόνια μετά το Macho Libre που με συνόδευσε στο Λύκειο, είχα μπει στη σχολή και στο τέλος του πρώτου έτους ήρθε και το Vigilante που υποδέχθηκα με μεγάλη χαρά. Θυμάμαι ότι αυτό το άλμπουμ μπήκε πολύ εύκολα δίπλα στο Macho Libre, γιατί κρατούσε αυτή τη σκληράδα που είχα λατρέψει, αλλά ταυτόχρονα έφερνε μία εξέλιξη που είναι λογική και απαραίτητη σε κάθε συγκρότημα.
Με τα χρόνια που πέρασαν, μπορώ να πω πως υπήρχαν διαμαντάκια σε αυτόν τον δίσκο που ξαναθυμήθηκα με τις επανακροάσεις που έκανα. Το The Great Dandolos και A Girl Named Greed με τα εξαιρετικά τους outros παραμένουν η αιχμή του δόρατος, αλλά ακούγοντας το σε μεγαλύτερη ηλικία γούσταρα πολύ το πιο γκρουβάτο Tornado, το πιο αργό No Tomorrow και το επιθετικό Vigilante που πάντα ταύτιζα με το Vanity Suit.
Είναι ένα τρομερά πλήρες άκουσμα που έντεκα χρόνια μετά συνεχίζει να ακούγεται πολύ φρέσκο και να δείχνει το πως στα πρώτα τους βήματα, οι Planet συνδύαζαν την αγάπη τους για τους Sabbath, για τους Clutch και το metal σε ένα στιβαρό heavy rock άλμπουμ που και τότε είχε κάνει αίσθηση. Πραγματικά το αγαπάω πολύ αυτό το Vigilante και θα το ακούω πιο σταθερά πλέον.
Loyal to the Pack (2016)
Ένα άλμπουμ σταθμός. Γιατί; Γιατί δίχασε όσο κανένα άλλο. Εννιά χρόνια μετά, ακόμα δεν καταλαβαίνω τον χαμό που είχε προκληθεί τότε. Κατανοώ ότι ίσως βγήκε αρκετά κοντά στο Vigilante και ότι έφερε μια κάποια αλλαγή στο συγκρότημα, πιστεύω ακράδαντα όμως πως η αλλαγή αυτή δεν ήταν ούτε τόσο καθολική όσο προσπάθησαν κάποιοι να μας πείσουν, ούτε ότι υποβάθμισε το άλμπουμ, το οποίο είναι ακόμα μια εξαιρετική προσθήκη στη δισκογραφία τους.
Θυμάμαι να ακούω μια συνέντευξη του Μπάμπη και του Σεραφείμ στο Rock Gems και ο πρώτος εξηγούσε πως ειδικά σε αυτόν τον δίσκο έπρεπε να τραγουδήσει με καθαρά φωνητικά απογυμνώνοντας τον εσωτερικό του κόσμο και να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Έτσι είναι τα συγκροτήματα και οι Planet of Zeus ήταν μια τετράδα που δεν άλλαξε μέλη, αλλά άλλαξε χαρακτήρα, ωρίμασε και η χαρντκορίλα του Eleven the Hard Way έδωσε τη θέση της στο να αποτυπώσουν τα πιο βαθιά τους συναισθήματα μέσα από τη μουσική τους.
Φυσικά οι επιθετικές στιγμές δε λείπουν με το εισαγωγικό Loyal to the Pack να είναι ισοπεδωτικό. Όμως η πραγματική μαγεία κρύβεται σε κομματάρες όπως το Your Love Makes Me Wanna Hurt Myself που φανερώνει την αγάπη τους στο 80s rock, τα μελωδικότατα Sea Bastards και White Shroud, το ατμοσφαιρικό Indian Red και φυσικά το διαχρονικό πλέον χιτ Them Nights που πραγματικά με συγκινεί κάθε φορά που το ακούω. Οι Αθηναίοι μεγάλωσαν, άλλαξαν και όπως γούσταραν στο Eleven ή το Macho Libre, έτσι ήθελαν να γουστάρουν και εδώ με τη μουσική που γράφουν. Τελικά τους βγήκε στο 100%.
Faith in Physics (2019)
Αυτό το άλμπουμ πάντα το ένιωθα σαν ένα χαμένο κρίκο στην αλυσίδα, καθώς βγήκε λίγους μήνες πριν μπει στη ζωή μας ο COVID και αν και τον άκουγα συνέχεια τους τελευταίους μήνες του 2019, λόγω έλλειψης συναυλιών και άλλων δικών μου ανακαλύψεων κάπου το έχασα στην πάροδο του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά έχει μέσα μερικές πραγματικά πολύ αγαπημένες μου συνθέσεις και ξανακούγοντάς το μου ήρθαν σαν flashback πολλές στιγμές από τις πρώτες ακροάσεις.
Πάντα ξεκινάνε δυναμικά και το Gasoline δεν αποτελεί εξαίρεση, ενώ το Man vs. God και το All These Happy People με γύρισαν πολλά χρόνια πίσω όταν ήταν κολλημένα στο repeat. Οι Planet γενικότερα μοιάζουν να θέλουν να συνεχίσουν στην κατεύθυνση που είχαν πάει με το Loyal to the Pack. Η περιπλάνησή τους σε πιο εναλλακτικά, οριακά grunge μονοπάτια είναι πολύ όμορφη και τους ταιριάζει.
Τα stoner και dessert στοιχεία των πρώτων άλμπουμ μπορεί να μην τα συναντάς, αλλά οι Αθηναίοι ξέρουν πως να γράψουν αυθεντικά καλό καθαρόαιμο rock. Κάτι τέτοιο είναι εμφανές στην κομματάρα On Parole και το outro της ή στο οχτάλεπτο King of the Circus που κλείνουν το δίσκο με ένα εκτενέστερο κομμάτι μετά από καιρό. Ίσως κάπου να χαθήκαμε με το Faith In Physics μέσα στο χρόνο, αλλά πέρασα τέλεια ξανακούγοντας το αναπολώντας την εποχή που βγήκε.
Afterlife (2024)
Να πω την αλήθεια, είχα μια απορία πως και πήρε στους Planet τόσο καιρό να βγάλουν νέο δίσκο και αναρωτιόμουν πως θα τους βρει αυτή η νέα εποχή μετά τον ιό και πως τους επηρέασε. Το Afterlife είναι ένα άλμπουμ που εμένα με δίχασε περισσότερο από το Loyal to the Pack και το έγραψα και στην περσινή μου λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς.
Είναι ένας δίσκος λιγότερο επιθετικός, με περισσότερη έμφαση στους ρυθμούς και τις μελωδίες, ένα άλμπουμ που θέλει πιο πολύ να καλύψει αυτήν την εναλλακτική πλευρά της τετράδας που αγαπάει το grunge και τον σύγχρονο rock ήχο. Για αυτό τραγούδια όπως το Baptized In His Death, το Step On, Skin Off και The Song You Misunderstand δημιουργούν ένα πολύ συμπαγές άλμπουμ σύγχρονου rock ‘n roll έχοντας ταυτόχρονα πάρα πολλά να σου πουν μουσικά και στιχουργικά.
Ακούγοντάς το έναν χρόνο μετά, είμαι πλέον σίγουρος ότι είναι η καλύτερη δουλειά του Μπάμπη στα φωνητικά. Ταυτόχρονα αν και μπορείς να ακούσεις σε πολλά τραγούδια τις επιρροές τους από άλλα είδη, νομίζω ότι είναι ένα άλμπουμ που πετυχαίνει μια τέλεια ισορροπία καταφέρνοντας να είναι εμπορικά ελκυστικό και ταυτόχρονα να συγκεράζει όλες τις επιρροές τους σε μια πιο συγκεκριμένη και ξεκάθαρη μουσική ταυτότητα. Οι ενορχηστρώσεις είναι δουλεμένες, οι μελωδίες κολλητικές και οι στίχοι αναδεικνύουν μια ωριμότητα που αντικατοπτρίζει την πορεία τους ως μπάντα και αυτό που είναι σήμερα.
Γι’ αυτό και περιμένω να τους απολαύσω σύντομα στην Τεχνόπολη και να γιορτάσω μαζί τους τα εικοσιπέντε χρόνια πορείας. Τα λέμε εκεί λοιπόν!